Πόλεμος ξέσπασε το καλοκαίρι του 1871 για τα περίφημα «καφέ σαντάν» των Αθηνών και συγκεκριμένα εκείνα που αναπτύσσονταν στο περίφημο Άντρον των Νυμφών στην περιοχή του Ιλισού. «Ουδέν άλλον απασχολεί σήμερον τον νούν και την καρδίαν των Αθηναίων ή η άχαρις και ανουσία και πρόστυχος εκείνη διασκέδασις», έγραφε ο δημοσιογράφος και εκδότης Φίλιππος Λούης, υποστηρίζοντας ότι με το νέο είδος διασκέδασης είχαν ξετρελαθεί οι νέοι. Αντί να ασχολούνται με τις σπουδές και τις εργασίες τους σπαταλούσαν το χρόνο τους απολαμβάνοντας τα κάλλη των γυναικών που κατέφθαναν από το εξωτερικό.
Ακόμη περισσότερο ο Λούης καταδίκαζε τους «σεσαθρωμένους, απομωραθέντας γέροντας» που περνούσαν την ώρα τους στις διασκεδάσεις «ανθοβολούντες και παταγούντες»! Κατέληγε επισημαίνοντας πως τα καφέ σαντάνς ήταν τόποι και ενδιαιτήματα της διαφθοράς και της παραλυσίας και εντέλει καταστροφή για τον τόπο. Μάλιστα την εποχή εκείνη είχε έλθει από το Παρίσι στην Αθήνα η μόδα του χορού καν-καν, ενός ιδιαίτερα ζωντανού χορού που περιλάμβανε κινήσεις των ποδιών οι οποίες θεωρούνταν προκλητικές για τα ήθη της εποχής. Ένας χορός που έγινε μόδα στη γαλλική πρωτεύουσα το 1830 και περίπου 15 χρόνια αργότερα είχε κατακτήσει τον χορό του θεάματος και εξαπλωνόταν σε όλες τις πρωτεύουσες της Ευρώπης.
Αλλά τα δημοφιλή εκείνα διασκεδαστήρια του Ιλισού ανέλαβε να υποστηρίξει η βραχύβια σατιρική εφημερίδα «Αλέκτωρ» φροντίζοντας να αποκαλύψει τα «καμώματα» του Λούη. Τον κατηγόρησε ότι σύχναζε στο θερινό θέατρο της Ομόνοιας «όπου αι Μπαλαρίνες δεικνύουν αναισχύντως τα μέλη του σώματός των ούσαι σχεδόν γυμναί όταν χορεύουν». Επίσης, τον κατηγόρησε ότι ήταν «συνδρομητής και επισκέπτης», δηλαδή σύχναζε στους κακόφημους καφενέδες που βρίσκονταν στα βόρεια μέρη του Πειραιώς και φιλοξενούσαν διάφορους θιάσους με αλλοδαπές. Το… φύσαγε και δεν κρύωνε ο Λούης!
Τα περίφημα καφέ σαντάν και τα παραστρατήματα του Φίλιππου Λούη
Tυπογραφικά μαργαριτάρια
Στα παλαιότερα χρόνια τα τυπογραφικά λάθη σχολιάζονταν ευρύτατα και προκαλούσαν ιδιαίτερα δηκτικά σχόλια. Τις περισσότερες φορές τα λάθη οφείλονταν στον γραφικό χαρακτήρα των δημοσιογράφων. Ο στοιχειοθέτης δεινοπαθούσε να διαβάσει ή να μαντέψει όσα έγραφε ο Γεώργιος Πωπ (φωτό), του οποίου τα γράμματα έμοιαζαν με ίχνη που άφηνε πίσω του ένας τρύπιος τενεκές! Ο Ν. Επισκοπόπουλος έπασχε από… ατονία αφού δεν έβαζε τόνους στα κείμενά του, ενώ ο Τσοκόπουλος ήταν τόσο μικρογράμματος –προφανώς λόγω μυωπίας– ώστε χρειαζόταν φακός για να διαβαστούν τα κείμενά του.
Έτσι γεννιόντουσαν τα «δημοσιογραφικά μαργαριτάρια». Εάν σε αυτά προστεθούν τα ανθρώπινα σφάλματα, λόγω της βιασύνης και της πίεσης που ασκούσαν οι εκδότες στους στοιχειοθέτες και αφού οι λέξεις στοιχειοθετούνταν γράμμα γράμμα, τότε έχουμε το υπόβαθρο του φαινομένου που αποκαλούσαν «τυπογραφικά λάθη». «Ευρέθη αδάμας τριάκοντα καραβίων» αντί καρατίων έγραφε μια εφημερίδα, ενώ άλλη διαπίστωνε πως «τον κ. υπουργόν δεν ηδυνήθη χθες να ίδη κανείς δημοσιογράφος, κυλιόμενον (αντί κωλυόμενον) υπό των διαφόρων φίλων του βουλευτών, οι οποίοι τον επεσκέφθησαν».
«Ετελέσθη χθες δοξολογία εν τω Μητροπολιτικώ Ναώ χαρτοπαικτούντος (αντί χοροστατούντος) του Σ. Μητροπολίτη», ο οποίος παραλίγο να αφορίσει την εφημερίδα, ενώ λάβροι από τον θυμό τους έγιναν οι κρεοπώλες όταν μια εφημερίδα έγραφε πως «τα κέρατα (αντί κρέατα) τα οποία έχουν οι κρεοπώλαι της αγοράς είναι πολύ υπερτιμημένα». Ο «Ταχυδρόμος» της Αλεξάνδρειας ενημέρωνε τους αναγνώστες του πως «γενομένης ερεύνης ανεκαλύφθησαν δέκα πέντε χιλιόμετρα (αντί χιλιόγραμμα) δυναμίτιδος». Τέλος, η διαφήμιση «Οίνοι παλαιοί κτημάτων Π. Σκουζέ» έγινε «Όνοι παλαιοί κτημάτων Π. Σκουζέ», δημιουργώντας και το σύνθημα με το οποίο έκραζαν τον πολιτευτή οι αντίπαλοί του στις επόμενες εκλογές, εννοώντας πως ο Σκουζές έθρεφε στο κτήμα του όλα τα παλιά αθηναϊκά γαϊδούρια!
Ξυλοκόπημα με πρωταγωνιστές τους Αιμίλιο Βεάκη και Αλέξη Μινωτή
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Κανείς δεν φανταζόταν πως δύο «γίγαντες» του ελληνικού θεάτρου, ο Αιμίλιος Βεάκης και Αλέξης Μινωτής θα αντάλλασσαν τέτοιες και τόσες βρισιές, θα πετούσαν πράγματα ο ένας στον άλλον και πως θα πιάνονταν στα χέρια. Αυτά συνέβησαν στην Πάτρα τον Ιούνιο του 1933! Λίγο η ζέστη, λίγο το κρασάκι, ακόμη περισσότερο η υποβόσκουσα αντιζηλία μεταξύ των δύο ανδρών, κατόρθωσαν να προσφέρουν στους Πατρινούς ένα ανεπανάληπτο θέαμα. Όλα συνέβησαν στο περιθώριο της παράστασης «Ο Ποπολάρος» του Γρ. Ξενόπουλου που είχε ανεβάσει το Εθνικό Θέατρο στην Αθήνα και στη συνέχεια ανέβασε στο θέατρο «Λυρικόν» των Πατρών, το οποίο κατακλυζόταν κάθε βράδυ από κόσμο.
Προς τιμήν των πρωταγωνιστών και των ανθρώπων του Εθνικού Θεάτρου δόθηκαν πολλές δεξιώσεις και γεύματα. Σε μία από τις συγκεντρώσεις αυτές συνέβη το απίστευτο επεισόδιο. Από την κριτική μιας Πατρινής εφημερίδας παρελήφθη το όνομα του Ν. Δενδραμή που είχε το ρόλο του Ζέππου Πεμπονάρη. ― Αν ήμουν στη θέση του Δενδραμή θα έστελνα στο διάολο τις Πατρινές εφημερίδες, είπε ο Μινωτής στον Βεάκη. Λόγο στον λόγο, ο τελευταίος αποκάλεσε τον συνάδελφό του αριβίστα, οπότε και ξέσπασε χαμός. Στο κοσμικό εστιατόριο που βρισκόταν στα Ψηλά Αλώνια και ήταν γεμάτο από καλλιτέχνες, οικονομικούς παράγοντες, εκπροσώπους της Εκκλησίας και πλήθος της κοινωνίας των Πατρών, δινόταν μία και μοναδική παράσταση.
Στην αρχή οι δύο άνδρες αντάλλαξαν ύβρεις ελαφρές σχετικά με την καλλιτεχνική αξία ενός εκάστου. Ακολούθησαν όμως βαριές βρισιές, οι οποίες εξελίχθηκαν σε ελληνικότατη συμπλοκή. Πρώτος ο Μινωτής πέταξε μια καρέκλα στον Βεάκη, ο οποίος με τη σειρά του εκσφενδόνισε ένα ποτήρι γεμάτο κρασί. Τότε, για να αποφευχθούν τα χειρότερα, αναγκάστηκαν να επέμβουν οι ψυχραιμότεροι. Ευτυχώς, δεν ολοκληρώθηκε η εκ του συστάδην μάχη και έλαβε τέλος η αψιμαχία.
Τα μπάνια του λαού στον Φαληρικό Όρμο την εποχή του Όθωνα
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Ο Πειραιάς ήταν ακατοίκητος όταν απελευθερώθηκε η Αττική από τους Τούρκους. Το 1833, σύμφωνα με τη μόνη επίσημη απογραφή της εποχής, είχε μόνον τέσσερις οικογένειες και συνολικά 31 κατοίκους, περιλαμβανομένων και των καλογήρων της Μονής Αγίου Σπυρίδωνος. Και όμως, η φυσική θέση του Πειραιά, ο κοσμοπολιτισμός και η δημιουργικότητα των πρώτων οικιστών του έφεραν στο προσκήνιο το επίνειο της πρωτεύουσας και δημιούργησαν μια ζηλευτή πόλη. Ο ρυθμός με τον οποίο δημιουργήθηκε ο νέος Πειραιάς ήταν πυρετώδης, αν λάβουμε υπόψη μας ότι σε πέντε χρόνια είχαν ανεγερθεί περίπου 1.000 οικοδομές. Ανάμεσα στις άλλες φροντίδες των Πειραιωτών ήταν και η δημιουργία υποδομών για να κάνει ο κόσμος τα μπάνια του.
Έτσι, όταν ακόμη σχεδιαζόταν η πόλη, προβλεπόταν η δημιουργία υποδομών για θαλάσσια λουτρά στον λιμένα της Ζέας, το γνωστό μας Πασαλιμάνι, το οποίο τότε αποκαλούνταν Μουνιχία. Αργότερα, η ονομασία αποδόθηκε στο γνωστό Μικρολίμανο (παλαιότερα Τουρκολίμανο). Πράγματι, εκεί, στο Πασαλιμάνι, ταυτόχρονα σχεδόν με την ίδρυση του Δήμου Πειραιά, δημιουργήθηκε και η πρώτη ελληνική πλαζ, της οποίας την εκμετάλλευση ανέλαβαν ιδιώτες. Το πρόγραμμα αξιοποίησης περιλάμβανε από καθαρισμό του πυθμένα της θάλασσας για να σταματήσουν οι δυσάρεστες οσμές μέχρι τη διάνοιξη δρόμων και την ανέγερση παραπηγμάτων.
Αστυνομική εγκύκλιος
Αλλά από την πρώτη στιγμή που καθιερώθηκαν τα θαλάσσια λουτρά προέκυψαν μεγάλα προβλήματα, τα οποία κλήθηκε να λύσει ο αστυνόμος του Πειραιά Γ. Πάγκαλος, ο οποίος το 1839 εξέδωσε αστυνομική εγκύκλιο «διά την μετοχήν των λουτρών εις τον ωραίον λιμένα της Μουνιχίας χωριστά και εις τα δύο φύλα των ανθρώπων». Η γαργαλιστική εγκύκλιος αναφέρει ότι «η Αστυνομία βλέπουσα την συρροήν των οικογενειών της πόλεως Πειραιώς και πολλών εκ των Αθηνών διά να λάβωσι τα λουτρά εις τον ωραίον λιμένα της Μουνυχίας και θέλουσα να φυλάττηται η απαιτουμένη ευσχημοσύνη μεταξύ ανδρών τε και γυναικών, προσδιώρισε ώστε το μεν αριστερόν μέρος καταβαίνοντες να ήναι διά τας Κυρίας, το δε δεξιόν διά τους Κυρίους». Ο αστυνόμος δεσμευόταν ότι ο κανονισμός θα τηρείτο με μεγάλη φιλοτιμία και «του λοιπού δύναται πας τις να ωφελήται από τα λουτρά, μάλιστα δε αι Κυρίαι αίτινες δεν εύρισκον πρότερον κατάλληλον δι’ εαυτάς μέρος»! Αλλά όσο και αν προσπαθούσε ο αστυνόμος του Πειραιά, μονίμως οι κυρίες δήλωναν πως παρενοχλούνταν στο μπάνιο τους.
Ανταγωνισμός Πειραιώς – Αθηνών
Στις αρχές της δεκαετίας του 1850 ο Δήμος Αθηναίων αποφάσιζε να αποκτήσει και εκείνος τα δικά του λουτρά στο παραλιακό μέτωπο, επιλέγοντας το Φάληρο, περιοχή που περιλαμβανόταν στα διοικητικά του όρια. Εξάλλου, το Φάληρο ήταν η περιοχή όπου απολάμβανε τα μπάνια της η βασίλισσα Αμαλία, οπότε διέθετε κάτι από την αίγλη του Παλατιού. Στις αρχές Ιουνίου του 1853, πριν από 160 χρόνια, ο πολυπράγμων Αλέξανδρος Ραγκαβής πρότεινε την ανέγερση λουτρών «χάριν των λουομένων εις το Φάληρον». Ακολουθώντας το παράδειγμα του Πειραιά, ο Δήμος Αθηναίων έφτιαξε μερικά ξύλινα παραπήγματα, τα οποία ετοιμαζόταν να μισθώσει σε «εργολάβο». Αλλά ένας δυνατός αέρας παρέσυρε τα παραπήγματα. Το εγχείρημα έλαβε άδοξο τέλος και πήγαν χαμένες οι 3.000 δραχμές που δόθηκαν για τις κατασκευές. Τελικά, οι εγκαταστάσεις δημιουργήθηκαν δύο χρόνια αργότερα και από το 1855 ο Δήμος Αθηναίων είχε αποκτήσει τα πολυπόθητα παραπήγματα, αλλά όχι και την απαιτούμενη πελατεία. Ο Πειραιάς συνέχισε να διατηρεί την πρωτοκαθεδρία, κυρίως λόγω των δυνατοτήτων που έδιναν τα μέσα συγκοινωνίας της εποχής.
Η Μουσική της Ναυαρχίδας
Στις αρχές της δεκαετίας του 1860 η διαμάχη για τα λουτρά έχει ανάψει για τα καλά. Οι ενοικιαστές των θαλάσσιων λουτρών του Τουρκολίμανου, οι αδελφοί Σουσάνα, κάνουν ό,τι μπορούν για να διατηρήσουν την πελατεία τους και να προσελκύσουν ακόμη περισσότερες οικογένειες. Έτσι ειδοποιούσαν το κοινό πως σε καφενείο της πλατείας Τερψιθέας «θέλει παιανίσει η μουσική τής εις τον λιμένα Πειραιώς ελλιμενισμένης Γαλλικής ναυαρχίδος». Όσοι λοιπόν προτιμούσαν για την εξοχή τους τη Μουνιχία θα απολάμβαναν και πρωτόγνωρες διασκεδάσεις που πρόσφερε η Μουσική της Ναυαρχίδας, αλλά και η Μουσική του Ελληνικού Πυροβολικού κάθε Κυριακή.
Την ίδια ώρα, τα Λουτρά του Φαλήρου ετοίμαζαν την αντεπίθεσή τους. Καθιέρωναν νέα καθημερινά δρομολόγια λεωφορείων για την εξυπηρέτηση του κοινού, το οποίο ήθελε να πάει για το μπάνιο του στο Φάληρο. Έφτασαν στο σημείο μάλιστα να κάνουν και δύο δρομολόγια την ημέρα, ένα στις 05:30 το πρωί με αναχώρηση από την πλατεία Μοναστηρακίου και ένα απογευματινό (17:30) με αναχώρηση από την οδό Σταδίου. Τα εισιτήρια για τα ιππολεωφορεία της εποχής κόστιζαν δύο δραχμές για την πρώτη θέση, μιάμιση δραχμή για τη δεύτερη και μία δραχμή για την τρίτη! Αλλά ο Πειραιάς αντεπιτίθεται καθιερώνοντας διαδρομή Αθήνα – Πειραιάς με μόλις 80 λεπτά για την πρώτη θέση, 60 για τη δεύτερη και 40 για την τρίτη!
Δικαιολογημένα ο Δήμος Πειραιώς αντιδρούσε στη δημιουργία νέων θαλάσσιων λουτρών στο Φάληρο, αφού θα είχε μεγάλη απώλεια στα έσοδά του. Αλλά η ζωή πήρε τη δική της πορεία. Ο Άγγλος κεφαλαιούχος Εδουάρδος Πίκερινγκ κατορθώνει την έκδοση νόμου, με τον οποίον, αφενός, αναλάμβανε να ολοκληρώσει την κατασκευή του «απ’ Αθηνών εις Πειραιά» σιδηροδρόμου και αφετέρου, να κατασκευάσει θαλάσσια λουτρά στον Όρμο του Φαλήρου και να τα συνδέσει με τον σιδηρόδρομο. Έτσι, λοιπόν, ο νόμος αυτός του 1868 καθιστούσε τα θαλάσσια λουτρά του Φαλήρου «εξάρτημα» του σιδηροδρόμου! Ήταν μία από τις πρώτες νομοθετικές ρυθμίσεις για την παραθεριστική αξιοποίηση του θαλάσσιου μετώπου του Σαρωνικού. Όταν το Πασαλιμάνι έχανε την αίγλη του, αφού δεχόταν τα λύματα του αναπτυσσόμενου Πειραιά, στην άλλη πλευρά γεννιούνταν τα περίφημα Φάληρα. Έμελλε να πρωταγωνιστήσουν στα «μπάνια του λαού» περίπου για μια 80ετία πριν ακολουθήσουν την τύχη του Πασαλιμανιού.
Τα ξενοδοχεία στις πλατείες Συντάγματος και Ομονοίας στα τέλη του 19ου αιώνα
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
H Αθήνα στα τέλη του 19oυ αιώνα διέθετε πολλά ξενοδοχεία, διαιρεμένα σε δύο κατηγορίες. Τα ξενοδοχεία για τον απλό λαό, κυρίως τους εκατοντάδες επαρχιώτες που επισκέπτονταν την πρωτεύουσα και βρίσκονταν γύρω από την πλατεία Ομονοίας, και τα πολυτελείας, που ήταν έξι και βρίσκονταν γύρω από την πλατεία Συντάγματος. Πρώτο, βεβαίως κατατασσόταν το γνωστό ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας», ενώ δεύτερο κατατασσόταν το «Grand Hôtel d’ Angletterre» (Μέγα Ξενοδοχείον της Αγγλίας) με πρόσοψη επίσης προς την πλατεία Συντάγματος, στη συμβολή της με την οδό Ερμού. Στην απέναντι πλευρά, στη γωνία της πλατείας με την οδό Σταδίου, βρισκόταν το Grand Hotel ενώ στη συμβολή της με την οδό Φιλελλήνων το τέταρτο και μεγαλύτερο ξενοδοχείο, το «Hôtel des étrangers» (Ξενοδοχείο των Ξένων), με θέα προς τον Κήπο της Πλατείας Συντάγματος. Με πρόσοψη προς την οδό Σταδίου, μπροστά από τα Ανάκτορα, βρισκόταν το πέμπτο ξενοδοχείο, το περίφημο για τα σκάνδαλα που «στέγασε» «Ηotel Minerva»… To έκτο από τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία, το «Hôtel d’ Athènes», βρισκόταν στη συμβολή των οδών Σταδίου και Κοραή, μπροστά από το Υπουργείο Οικονομικών.
Τα πιο γνωστά ξενοδοχεία της Πλατείας Ομονοίας την ίδια εποχή ήταν τρία: Το « Hôtel de Marseille» (ξενοδοχείον Μασσαλίας), το Ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», και το «Μπάγκειον». Ωστόσο, τα ξενοδοχεία ήταν γνωστά και για τα εστιατόριά τους.
Στην ωραία αίθουσα του ξενοδοχείου «Μινέρβα» ο επισκέπτης μπορούσε να πάρει το γεύμα του και να απολαύσει τα εγχώρια κρασιά, κυρίως δε τα ονομάστα «Πλαγιές του Παρνασσού» και του Μαραθώνα. Εστιατόρια ξενοδοχείων διαφημιζόμενα ήταν ακόμη εκείνο του ξενοδοχείου «Βικτώρια», στις αρχές της οδού Ερμού που θεωρούνταν το παλαιότερο της Αττικής, καθώς και τoυ «Hôtel d’ Athènes, το οποίο είχε υψηλές τιμές και σύχναζαν πολλοί Γερμανοί. Επίσης ονομαστό ήταν και του «Saint George», το οποίο βρισκόταν στην οδό Σταδίου.
Η αστυνομική εγκύκλιος για τα αγώγια των αμαξών στους δρόμους των Αθηνών
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Το κόμιστρο για τα εξοχικά Πατήσια και τους Αμπελόκηπους
Τον Ιανουάριο του 1854, τη διεύθυνση της Αστυνομίας Αθηνών και Πειραιώς αναλάμβανε ένας γηγενής, ο Εμμανουήλ Τσούχλος. Παραδοσιακός τύπος, με τα κοντοβράκια και το φέσι του, ανάμεσα στ’ άλλα κλήθηκε να αντιμετωπίσει και το φλέγον εκείνη την εποχή θέμα της διατίμησης των κομίστρων στις άμαξες, οι οποίες πλέον είχαν εισέλθει στην καθημερινή ζωή της πόλης. Αλλά ούτε ο νόμος ούτε οι αστυνομικές εγκύκλιοι είχαν φροντίσει για τις λεπτομέρειες, με αποτέλεσμα οι αμαξηλάτες να ζητούν απίστευτα ποσά, να ανεβάζουν στα αμάξια τους όποιον και όποτε ήθελαν, να κατεβάζουν βίαια κάτω από την άμαξα όποιον τολμούσε να εκφράσει αντίρρηση για το ύψος του κομίστρου. Οι καταγγελίες ήταν άφθονες και οι αμαξηλάτες κόντευαν να γίνουν οι… δυνάστες της δημόσιας ζωής.
Οπότε ο Τσούχλος ήταν εκείνος που ετοίμασε την πρώτη αστυνομική εγκύκλιο, προκειμένου να αντιμετωπιστούν «οι καταχρήσεις περί την συναλλαγήν παρά των αμαξηλατών εις την μεταφοράν ατόμων και την πρόληψιν πάσης ενδεχομένης διενέξεως και έριδος δια του κανονισμού της τιμής των δρόμων των αμαξών». Επιβλήθηκε, λοιπόν, το περίφημο «ανυπέρβλητον τίμημα», δηλαδή το κόμιστρο, για τον καθορισμό του οποίου λαμβάνονταν υπόψη ο χρόνος, η απόσταση και οι ημέρες. Όποιος καθόταν στις πίσω αναπαυτικές θέσεις άμαξας με δυο ίππους που κατευθυνόταν ή ερχόταν από τον Πειραιά έπρεπε να πληρώνει 0,65 δραχμές. Οι υπόλοιποι που θα βολεύονταν σε άλλα σημεία της άμαξας, μπρος, πίσω ή στο πλάι, θα πλήρωναν μόνον 0,55 δραχμές, ενώ δύο ολόκληρες δραχμές έπρεπε να πληρώσει όποιος ήθελε να πάει σε εξοχικές περιοχές όπως Πατήσια, Σεπόλια, Αμπελόκηπους και Άγιο Σάββα Ιεράς Οδού.
Σε περίπτωση που ήθελε ο επιβάτης να περιμένει ο αμαξάς, η «ταρίφα» έγραφε 1,25 δραχμές την ώρα, ενώ «έτσουζε» το αγώγι για την Κηφισιά (6 δραχμές), το Μαρούσι (5 δραχμές), το Δαφνί (3 δραχμές), την Κακιά Σκάλα (4 δραχμές) ή την Πεντέλη (10 δραχμές). Σε κάθε διεύθυνση μέσα στις πόλεις των Αθηνών και του Πειραιώς για κάθε διαδρομή μίας ώρας το κόμιστρο δεν μπορούσε να υπερβαίνει τη 1,5 δραχμή. Αν οι επιβάτες ήθελαν, συμφωνούσαν με τον αμαξά να φύγει και να επιστρέψει να τους πάρει άλλη ώρα ή μέρα, οπότε και έπρεπε να καταβάλουν ένα ολόκληρο ταλιράκι. Για τις νύχτες, τις Κυριακές και τις επίσημες αργίες καθιερωνόταν το περίφημο «ημιόλιον». Αυτό ήταν το ήμισυ του όλου, με το οποίο επιβαρυνόταν ο πελάτης. Σημειωτέον ότι τότε η «νύχτα» διαρκούσε από την ενάτη βραδινή μέχρι την τρίτη πρωινή, αφού σχεδόν όλοι σηκώνονταν χαράματα για να πάνε στις εργασίες τους.
Κάθε άμαξα δεν μπορούσε να μεταφέρει περισσότερα από τέσσερα άτομα στο εσωτερικό της, ενώ μπορούσαν όσοι ήθελαν να βολευτούν στα παραπέτια της άμαξας, μπρος ή πίσω. Εξαιρέσεις μπορούσαν να γίνουν για πολυμελείς οικογένειες, οι οποίες μπορούσαν να βολευτούν μέχρι έξι άτομα. Αν οι επιβάτες κουβαλούσαν κιβώτια ή άλλα ογκώδη αντικείμενα που έπιαναν θέση, τότε έπρεπε να πληρώσουν κανονικό κόμιστρο σαν να ήταν επιβάτες. Εάν η άμαξα είχε μόνον ένα άλογο, τότε το κόμιστρο ανερχόταν στα δύο τρίτα του κανονικού. Αυτά εν ολίγοις καθόριζε η πρώτη αστυνομική εγκύκλιος για τα κόμιστρα των αμαξών, οι οποίες πρωταγωνίστησαν στους δρόμους περίπου έναν αιώνα για να χαθούν κάποτε άδοξα ηττημένες από τα ταξί.
Όταν γεννήθηκαν πριν από 160 χρόνια οι Δ.Ο.Υ. (οικονομικές εφορίες)
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Σίγουρα κανείς δεν θα γιορτάσει το γεγονός πως συμπληρώνονται εφέτος 160 χρόνια από τότε που ιδρύθηκαν επισήμως οι οικονομικές εφορίες, με τη μορφή που τις γνωρίσαμε στις ημέρες μας και απλώθηκαν από άκρου εις άκρον σε όλη την Ελλάδα. Ωστόσο, υπήρξαν από τις σημαντικότερες διοικητικές καινοτομίες που άντεξαν στον χρόνο. Η λέξη Εφορεία (-ία) πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τη διοίκηση από τα χρόνια ακόμη της Επανάστασης, αλλά το 1854 δημοσιεύτηκε καθυστερημένα και εφαρμόστηκε πραγματικά ο νόμος «Περί Εφοριών». Η ιστορία τους είναι γεμάτη περιπέτειες και συνυφασμένη με την άτακτη πορεία των οικονομικών πραγμάτων της χώρας μας. Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε ο θεσμός στα πρώτα χρόνια εισαγωγής του είχαν σχέση με τη λεηλασία της δημόσιας γης και η εφαρμογή του θεωρήθηκε υποχρεωτική για την αποκατάσταση της χαώδους δημοσιονομικής κατάστασης στα τελευταία χρόνια του Όθωνα.
Στην πραγματικότητα οι οικονομικές εφορίες σχεδιάστηκαν να λειτουργήσουν στον απόηχο της εξέγερσης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, όταν αναδιοργανώθηκε η δομή του ελληνικού κράτους και καταβλήθηκε προσπάθεια για αποκέντρωση της διοίκησης με φιλόδοξα νομοσχέδια, όπως η ίδρυση του θεσμού των επαρχιακών συμβουλίων. Το 1845, μετά τη διαίρεση του κράτους σε επαρχίες, εκδόθηκε ο πρώτος νόμος για την ίδρυση μιας οικονομικής εφορείας σε καθεμιά από τις επαρχίες της ελληνικής επικράτειας. Ο Κεφαλλονίτης αγωνιστής του 1821, διπλωμάτης και πολιτικός Ανδρέας Π. Μεταξάς (1790-1860), ήταν ο πολιτικός που ως υπουργός Οικονομικών οραματίστηκε και νομοθέτησε το νέο σύστημα. Το 1845 κατήργησε τις «Οικονομικές Επιτροπείες» που ίσχυαν μέχρι τότε και ίδρυσε 19 οικονομικές εφορίες σε όλη τη χώρα. Οι έφοροι ήταν οι νέοι ισχυροί άνδρες της ελληνικής οικονομίας, αφού είχαν αποκλειστικά την ευθύνη όχι μόνον για την είσπραξη των φόρων αλλά και για τη διαχείριση της εθνικής και εκκλησιαστικής περιουσίας.
Ο νόμος όμως περιέπεσε σε αδράνεια όταν παραιτήθηκε από τον υπουργικό θώκο ο Α. Μεταξάς. Ο πραγματικός λόγος της αδυναμίας να εφαρμοστεί ο νόμος για τις οικονομικές εφορίες, όπως είχε σχεδιαστεί και αποφασιστεί, πρέπει να αναζητηθεί στην αρμοδιότητα περί πλήρους ελέγχου της εθνικής γης εκ μέρους των εφόρων. Επί δεκαετίες βρισκόταν σε εξέλιξη, με την ανοχή του κράτους και κυρίως των κατά τόπους βουλευτών, μια πραγματική λεηλασία της γης που είχε απομείνει στο κράτος. Εξάλλου, αυτός ήταν και ο λόγος της μη εφαρμογής ή καλύτερα της πλημμελούς εφαρμογής του νόμου περί κτηματολογίων που είχε εκδοθεί από το 1836. Ο Κωνσταντίνος Προβελέγγιος (1800-1880) ως υπουργός Οικονομικών θα επαναφέρει -περίπου μία δεκαετία αργότερα (1853-54)- στην επιφάνεια το ζήτημα. Κάτω από σφοδρές αντιδράσεις θα κατορθώσει να ψηφίσει τον νόμο «Περί Εφοριών» καταργώντας κάθε προηγούμενη διάταξη και απαλείφοντας τις μνείες περί δημοσίων ή εκκλησιαστικών κτημάτων. Ιδρύθηκαν σε όλη την επικράτεια 43 οικονομικές εφορίες, οι οποίες σχεδόν αντιστοιχούσαν σε ισάριθμες επαρχίες. Η 15μηνη καθυστέρηση δημοσίευσης του νόμου μόνον τυχαία δεν ήταν. Είχε υπογραφεί στα μέσα Οκτωβρίου 1853 και δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο 1854, αφού πλέον δεν ήταν υπουργός ο συντάκτης του Κ. Προβελέγγιος. Εν πάση περιπτώσει, ο νόμος εκείνος του 1854 λειτούργησε και κάτω από την πίεση της ανάγκης τακτοποίησης των δημοσιονομικής εικόνας της χώρας απέναντι στους δανειστές της.
Ωστόσο, με καθυστέρηση πέντε ετών, το 1858, η βασίλισσα Αμαλία θα υπογράψει το «Καθηκοντολόγιο» των Οικονομικών Εφόρων αλλά και των υπαλλήλων των εφοριών, το οποίο δεν είχε συμπεριληφθεί στον νόμο. Υποτίθεται ότι ίσχυαν όσα είχαν νομοθετηθεί από το 1845, αλλά οι διατάξεις εκείνες είχαν περιέλθει σε πλήρη αδράνεια. Με σαφήνεια πλέον η αρμοδιότητα για τα εθνικά και εκκλησιαστικά κτήματα περιερχόταν στους κατά τόπους εφόρους, οι οποίοι αναλάμβαναν την ευθύνη να τα προφυλάσσουν και από τους σφετερισμούς των ιδιωτών. Το εν λόγω διάταγμα, με τις αναλυτικότατες οδηγίες, δεν ήταν δυνατόν να καλύψει τα προβλήματα που είχαν εν τω μεταξύ προκληθεί απ’ άκρου εις άκρον σε όλες τις ελληνικές επαρχίες με τις διεκδικήσεις της δημόσιας γης.
Κάτω από αυτό το καθεστώς και με επί μέρους αλλαγές από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1911 συνέχισαν οι εφορίες την πορεία τους. Αξιοσημείωτοι σταθμοί σημειώθηκαν όταν εισάγονταν νέοι φορολογικοί θεσμοί, όπως συνέβη στη δεκαετία του 1920. Ο Θ. Πάγκαλος, όταν εγκαθίδρυσε τη δικτατορία του, μεταξύ των υπόλοιπων μέτρων που έλαβε ήταν και η δημιουργία 25 νέων οικονομικών εφοριών στην Αθήνα, τον Πειραιά και τα περίχωρά τους. Σκοπός των νέων οικονομικών εφοριών που ιδρύθηκαν στην Αγορά των Αθηνών, στην οδό Ερμού και από τη Βάθεια έως το Φάληρο, την Κηφισιά και τον Μαραθώνα, ήταν η «ευχερεστέρα βεβαίωσις των φόρων». Αξιοσημείωτη επίσης υπήρξε η πρωτοβουλία της κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου (1942), σε μια περίοδο που η ελληνική κοινωνία μαστιζόταν και ο κόσμος πέθαινε στους δρόμους, ίδρυσε οικονομική εφορία «προς παρακολούθησιν των εχόντων μεγάλα εισοδήματα». Το εν λόγω κατάστημα περιήλθε σε αδράνεια αφού οι μόνοι που είχαν μεγάλα εισοδήματα εκείνη την εποχή ήταν όλοι άνθρωποι της κυβέρνησης και συνεργάτες των Γερμανών. Προπολεμικά λειτουργούσαν στην ελληνική επικράτεια περίπου 150 οικονομικές εφορίες, ενώ υπερέβησαν τις 300 στις ημέρες μας, γνωρίζοντας ταυτοχρόνως και τη μεγαλύτερη συρρίκνωση αφού μειώθηκαν τουλάχιστον στο ένα τρίτο για λόγους οικονομίας.
Η Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα: «Γέφυρα» προόδου και πολιτισμού ανατολής και δύσης
Στα τέλη του 19oυ αιώνα η Αθήνα τραβούσε τα βλέμματα των περιηγητών, αφού παρουσίαζε την εικόνα της συνύπαρξης μνημείων με ζωή χιλιετηρίδων και νεότερων στοιχείων. Αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς, διεκδικούσε τη θέση της ανάμεσα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, διψούσε για ανάπτυξη, ενώ ταυτόχρονα καλούνταν να εξυπηρετήσει τις δεκάδες χιλιάδες των Ελλήνων που εγκατέλειπαν τις εστίες τους για να αναζητήσουν καλύτερη τύχη στην Αθήνα. Ενώ, στα τέλη του 19ου αιώνα, η ρυμοτομία της καλύπτει 14.100 στρέμματα, κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα απλώνεται στα 19.430 στρέμματα. Με εντυπωσιακή ταχύτητα μετατρέπονταν σε συνοικίες περιοχές οι οποίες λίγες δεκαετίες νωρίτερα ήταν «αγροί σιτοφόροι και αμπελώνες». Με δεσπόζουσα πάντα την Ακρόπολη, η Αθήνα βρισκόταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος αφού εκπροσωπούσε τις ελπίδες και τα όνειρα ενός ολόκληρου λαού. Η ανάδειξη των Αθηνών εκείνης της εποχής παρουσιάζει πάντα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού λειτούργησε ως «γέφυρα» προόδου και πολιτισμού μεταξύ ανατολής και δύσης.
Το κέντρο
Από την πλατεία Ομονοίας, την οποία σκίαζαν ψηλοί φοίνικες, ξεκινούσαν οι κυριότεροι οδικοί άξονες. Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ήταν από τα πρώτα κτίρια τα οποία κτίσθηκαν κατά μήκος της αγροτικής οδού, που οδηγούσε στο εξοχικό προάστιο των Πατησίων. Τη δενδροφυτευμένη οδό Σταδίου κοσμούσαν ήδη τα πρώτα δημόσια κτίρια, ενώ μία από τις πιο λαμπρές οδούς της πόλεως ήταν η οδός Πανεπιστημίου. Η αποκαλούμενη «αθηναϊκή τριλογία» (Βαλλιάνειος Βιβλιοθήκη, Σιναία Ακαδημία και Πανεπιστήμιο) και το Ζάππειο κατατάσσονταν από τότε στα επιτυχή δείγματα ευρωπαϊκής νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Ακολουθούσαν τα Ανάκτορα, δηλαδή η σημερινή Βουλή των Ελλήνων, κτισμένα μεταξύ των ετών 1836-1842 σε σχέδια του Friedrich von Gartner. Νοτίως και βορείως των Ανακτόρων ο Βασιλικός Κήπος, φτιαγμένος στο πρότυπο του Αυτοκρατορικού Κήπου του Μονάχου έδινε πάντα τη δική του πινελιά αισιοδοξίας και πολιτισμού.
Το Ζάππειο, προορισμένο για εμπορικές εκθέσεις και δραστηριότητες, σε συνδυασμό με το Παναθηναϊκό Στάδιο δήλωναν την αποφασιστικότητα για πρόοδο και ευημερία, δίνοντας ταυτόχρονα την πρωτοκαθεδρία στην Ελλάδα για τον νέο θεσμό που έμελε να κατακτήσει τον κόσμο, τους αναβιωμένους Ολυμπιακούς Αγώνες. Κοντά τους τα γυμναστήρια του Ιωάννη Φωκιανού, του Εθνικού Γυμναστικού Συλλόγου και του Lawn Tennis Club Aθηνών συνέβαλαν στην ένταξη της ελληνικής πρωτεύουσας και στο κοσμοπολίτικο κατεστημένο της εποχής. Στην ίδια περιοχή κήποι και υπαίθρια θέατρα, όπως το θέατρο των «Ιλισσίδων Μουσών» (μετέπειτα «Παράδεισος»), ο «Απόλλων» και ο «Παρθενών» έδιναν ιδιαίτερο χρώμα στην πόλη.
Στα τέλη του 19ου αιώνα έχει αλλάξει ριζικά η αρχιτεκτονική μορφή της πρωτεύουσας αλλά και γενικότερα η οργάνωση και ο τρόπος ζωής. Τις καμήλες και τις άμαξες αντικατέστησαν οι ιπποκίνητοι σιδηρόδρομοι. Από το 1869 λειτουργούσε ο ατμοκίνητος σιδηρόδρομος Αθηνών-Πειραιώς και από το 1885 το περίφημο «θηρίο». Τα παλαιά λαδοφάναρα αντικαταστάθηκαν από τα φανάρια γκαζιού και στις συνοικίες εξαπλώνονταν τα υπαίθρια θέατρα και τα εξοχικά κέντρα. Το Νέο Φάληρο γίνεται το κατεξοχήν θέρετρο της πρωτεύουσας, ενώ τους Αθηναίους προσείλκυε και η εξοχική Κηφισιά.
Οι γειτονιές
Οι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της είναι η Πλάκα, η Βλασσαρού (η γειτονιά που εξαφανίστηκε αργότερα από τις ανασκαφές για την ανακάλυψη της αρχαίας αγοράς) και η γειτονιά του Ψυρρή. Η ανάπτυξή της κατευθύνεται κυρίως προς τις περιοχές Πετραλώνων (όπου εγκαθίσταται το εργοστάσιο Πουλόπουλου), Ρουφ, Βοτανικού, Ακαδημίας Πλάτωνος, Κολωνού, Πατησίων και Εξαρχείων, παρά το γεγονός ότι το σχέδιο πόλης είχε επεκταθεί και προς τις περιοχές Παγκρατίου και Αμπελοκήπων. Και ενώ τα σημερινά Κάτω Πετράλωνα παραμένουν χωράφια και κατσικότοπος, η απογραφή του 1896 καταγράφει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη 841 κατοίκους.
Η σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών – Πελοποννήσου είχε ως όριο το ύψος περίπου της σημερινής πλατείας Αττικής και του Αγίου Παντελεήμονος. Ως «ωραία εξοχή» διαφημιζόταν η περιοχή της Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη, «όπου υπάρχουν πολλαί ευανθείς επαύλεις, κήποι και οικίαι αγροτών», όπως έγραφε οδηγός της εποχής.
Από εκεί το όριο της πόλης κατευθυνόταν στην εξοχική περιοχή του Πεδίου του Άρεως όπου δέσποζαν οι μονάδες του Ιππικού. Προχωρώντας προς τον λόφο του Στρέφη, η τελευταία ονοματισμένη οδός ήταν η Καλλιδρομίου, ενώ ακραία σημεία ήταν ο Ναός του Αγίου Νικολάου και η Γαλλική Σχολή.
Η Αμερικανική Σχολή και ο Ευαγγελισμός σηματοδοτούσαν το όριο της πόλης προς τους Αμπελόκηπους, που τότε καταγραφόταν ως «χωρίον». Στη δε συμβολή των λεωφόρων Κηφισίας και Αλεξάνδρας δέσποζε η έπαυλη Mon Caprice του Νικολάου Θών. Τέλος το Παγκράτι και γενικότερα η περιοχή πίσω από τον Ιλισό βρισκόταν υπό σχεδιασμό, ενώ αραιοκατοικημένη ήταν και η περιοχή του Μακρυγιάννη και το Κουκάκι.
Η ελληνική πρωτεύουσα, λοιπόν είχε τα χαρακτηριστικά μιας νεόκτιστης ευρωπαϊκής πόλης, εξαιρουμένου βεβαίως του τμήματος κάτω από την Ακρόπολη, δηλαδή του παλαιού τμήματος, το οποίο διατηρούσε τα επί τουρκοκρατίας χαρακτηριστικά του και τη δαιδαλώδη ρυμοτομία του. Παρά το γεγονός ότι υστερούσε σε οργάνωση, αφού δεν έπαψε να παραμένει πρωτεύουσα ενός φτωχού κράτους, αφενός η ιστορία και αφετέρου το όραμα και η διαρκής παραγωγή ενός πλούσιου ιδεολογικού περιβάλλοντος κατέτασσαν την Αθήνα στις ελκυστικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Η γραφική και «φεγγαρόκτιστη» γειτονιά της Γούβας
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Νοτιοανατολικά των Αθηνών, πίσω ακριβώς από το Α’ Νεκροταφείο, με πρωτοβουλία μιας χούφτας ανθρώπων γεννιόταν στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα η συνοικία της Γούβας, ο σημερινός Άγιος Αρτέμιος. Ελλείψει φαντασίας, εκείνοι που διαίρεσαν την Αθήνα σε γειτονιές άφησαν και στη Γούβα τα αποτυπώματά τους, αφού όταν χώρισαν τη γειτονιά απέδωσαν στα δύο τμήματά της τις ονομασίες «Γούβα Ι» και «Γούβα ΙΙ»! Εν πάση περιπτώσει, ο Κώστας Μπίρης δικαιολογημένα ταύτιζε την ονομασία Γούβα με εκείνην της Γούρνας, την οποία χρησιμοποιούσαν και στα επίσημα συμβόλαια από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Υπέθετε δε πως ίσως στην περιοχή να υπήρχε κάποια αρχαία λάρνακα (γούρνα) και με τα χρόνια η λέξη να πήρε τον λαϊκό τύπο Γούβα. Στο γεγονός αυτό βοηθούσε βεβαίως και η μορφολογία του εδάφους, παρά το γεγονός ότι η περιοχή δεν στερείτο και υψωμάτων. Ο Γ. Βλαστός έγραψε πως η ονομασία Γούβα οφειλόταν σε πρόχειρη δεξαμενή που σχηματιζόταν στο χαμηλότερο σημείο του εδάφους, όπου κατέληγαν τα υπόγεια ύδατα μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο, τα νερά αυτά εξαφανίστηκαν μετά το άνοιγμα πολλών πηγαδιών.
Όταν η Αθήνα ήταν ακόμη μικρή πόλη, με λίγους χιλιάδες κατοίκους, η Γούβα ήταν λημέρι ληστών και καταφύγιο κακοποιών. Σιγά-σιγά κι όσο η πόλη αυξανόταν, ελάχιστοι ξωτάρηδες επέλεξαν την περιοχή για τη διαμονή τους. Εκτός σχεδίου πόλεως η περιοχή, τεμαχιζόταν σε μικρά κομμάτια, τα οποία και αποκτούσαν βιοπαλαιστές που πάσχιζαν να στεγάζουν τη φαμελιά τους. Έτσι, η ελληνική πρωτεύουσα αποκτούσε μία ακόμη «φεγγαρόκτιστη» γειτονιά, δηλαδή μια γειτονιά της οποίας τα σπίτια ανεγείρονταν παράνομα τις νύχτες που είχε φεγγάρι για να βλέπουν τα μαστόρια. Ακόμη και μέχρι τα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα ήταν έκταση γεμάτη από αλώνια και χωράφια, με λίγες μάνδρες και σποραδικά σπίτια, τα οποία περισσότερο έμοιαζαν με καλύβες. Ο οικοδομικός οργασμός στη Γούβα και η αλματώδης και εντυπωσιακή ανάπτυξή της άρχισαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, φτάνοντας στο αποκορύφωμα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Εκτός από τους πρόσφυγες που κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, έφθαναν και πολλοί εργάτες απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος. Στη Γούβα εγκαταστάθηκαν βιοπαλαιστές από τις Σποράδες, τα Επτάνησα και την Πελοπόννησο. Κτίστες, μαραγκοί, καρεκλάδες, φρεατωρύχοι, ράπτες και τσαγκάρηδες. Δημιουργούσαν ένα μωσαϊκό που αντιπροσώπευε σχεδόν όλες τις ελληνικές επαρχίες, ενώ οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε σαράντα ιδιόκτητα σπιτάκια. Πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Γούβα ήταν ήδη μια ακμάζουσα συνοικία, αλλά με τα πλέον παράδοξα οικοδομικά συγκροτήματα που μπορούσε να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Είχαν ήδη ανεγερθεί περίπου 1.000 οικίες με συνολικό πληθυσμό 6.000-7.000 κατοίκους, ζωή, κίνηση και πάσης φύσεως επαγγελματικές χρήσεις. Εν τω μεταξύ συμπεριλήφθηκε στο σχέδιο πόλης τον Απρίλιο 1934.
Τρεις ήταν οι κύριες χρήσεις που χαρακτήριζαν την περιοχή. Τα εργοστάσια «Κρόνος» (Κυτιοποιείον Λαμπρινάκου), «Καλυκοποιείον– Πυριτιδοποιείον» (Μαλτσινιώτη) και «Ορειχαλκουργείον» του Π. Φίλωνος. Στις επιχειρήσεις αυτές έβρισκαν εργασία και βιοπορισμό πολλοί εργάτες της συνοικίας. Ήδη, από το 1923, κατασκευάστηκε σε διακεκριμένο σημείο της περιοχής ο ξύλινος Ναός του Αγίου Αρτεμίου. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1928 θεμελιώθηκε ο νέος ναός από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο. Η συνέχιση της τοιχοποιίας του άρχισε το 1947 και τελείωσε το 1950, ενώ η αγιογράφηση του ναού έγινε από τον Δημήτριο Κεντάκα. Στις πλατείες και τα άλλα τοπόσημα της Γούβας θα αναφερθούμε σε άλλο σημείωμά μας.
Θερινές προσφυγικές διασκεδάσεις στην αθηναϊκή λεωφόρο Αλεξάνδρας
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Πρωταγωνίστριες η Ρόζα και η Μαρίκα
Πως περνούσαν άραγε οι κάτοικοι της πρωτεύουσας τα καλοκαίρια τους στις προηγούμενες οικονομικές κρίσεις; Όχι εκείνοι που είχαν την οικονομική δυνατότητα να ξοδέψουν χρήμα και χρόνο και εγκατέλειπαν το αθηναϊκόν άστυ. Αλλά όσοι ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται και να παραθερίζουν εντός των τειχών, κυρίως δε οι δεκάδες χιλιάδες των προσφύγων που είχαν ακουμπήσει τα όνειρά τους στην αττική γη και βρέθηκαν στη δίνη της μεγάλης οικονομικής κρίσης των αρχών της δεκαετίας 1930. Το πλούσιο προσφυγικό στοιχείο, με τα ήθη και τα έθιμά του αντιμετώπιζε με τους δικούς του τρόπους την καθημερινότητα του καλοκαιριού και έδινε τη δική του εικόνα στην ελληνική πρωτεύουσα. Μια εικόνα που διέσωσε με τα κείμενά του ο δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας Διονύσιος Δεβάρης (1884-1955) και σκίτσαρε ο σπουδαίος και ευαίσθητος Μίμης Βιτσώρης (1902-1945). Βρέθηκαν πριν από ογδόντα χρόνια στη λεωφόρο Αλεξάνδρας η οποία φάνταζε ως ένας είδος παραπετάσματος που χώριζε δύο κόσμους. Από τη μία πλευρά η εξευρωπαϊσμένη Αθήνα και από την άλλη οι προσφυγικοί συνοικισμοί.
Το τραμ της οδού Ιπποκράτους αποβίβαζε πολλούς στο «Ζυθεστιατόριον» του Μουρούζη της λεωφόρου Αλεξάνδρας, όπου τους ανέμενε στα λευκά ντυμένος ο λυγερός ιδιοκτήτης του. Μεγαλοπρεπής, με ύφος τουλάχιστον απόστρατου στρατηγού, καθόταν στον πάγκο και έδινε τις μάρκες ελέγχοντας τα ποτά και τα φαγητά που μετέφεραν τα γκαρσόνια. Από το βάθος ακουγόταν η ανατολίτικη ορχήστρα και το παθητικό τραγούδι της Ρόζας Εσκενάζυ, της Εβραίας Θεσσαλονικιάς που άνοιγε τις πύλες της Ανατολής, έχοντας ως παραστάτες τον Τουμπούλη με το ούτι του και τον Λάμπρου με τη λύρα του. Όπως ήταν επόμενο η ανατολίτικη ορχήστρα συγκέντρωνε τα λαϊκά στρώματα, τα οποία κατέφθαναν με τα πόδια για να τραγουδήσουν και συχνά να μπλεχτούν σε καβγάδες.
Στο κέντρο «Ο Πατέρας» των αδελφών Τσούβαλη, ο αέρας ήταν πιο ζωηρός και παιχνιδιάρης. Τέσσερις πελώριες λεύκες κυριαρχούσαν στον χώρο μαζί με το λαϊκό πνεύμα και το λαϊκό χρώμα. Πλήθος κόσμου, πολλοί όρθιοι, γέροι πρόσφυγες με βράκες και ψηλούς μαύρους σκούφους και γριούλες με μαύρα άκουγαν τη φωνή που φαινόταν να έρχεται από τα βάθη του παρελθόντος. Από μια μικρή παράγκα ανάπηρου φαινόταν να βγαίνει ολόκληρος κόσμος. Υπαίθριο ζυθεστιατόριο και στο βάθος ένα πάλκο με τρεις πλευρές ντυμένες με πανί από χτυπητά χρώματα. Στη σκηνή, με κόκκινο μεταξωτό ντεκολτέ, η Μαρία Μπρουσαλιά (αργότερα Καναροπούλου), η περίφημη «Τουρκαλίτσα».
Λίγα βήματα πιο πάνω το αστέρι του ανατολίτικου τραγουδιού. Στη «Λεύκα» του Ν.Α. Λεφάκη τραγουδούσε η Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου πιο γνωστή ως Μαρίκα η Πολίτισσα. Μαζί της ο συνθέτης Ιωάννη Δραγάτσης, ο οποίος με το παρατσούκλι Ογδοντάκης είχε γράψει στην Πολίτισσα πολλά τραγούδια και ανάμεσά τους το περίφημο «Χασαπάκι». Η φήμη τους ήταν πανελλήνια αφού οι φωνές τους είχαν πλέον αποτυπωθεί στις φωνογραφικές πλάκες. Η Μαρίκα είχε κατακτήσει την Ανατολή με τις περιοδείες της και τραγουδούσε με ευχέρεια σε τρεις γλώσσες: ελληνικά, αραβικά και τουρκικά. Τραγουδούσε με άνεση, χωρίς ερασιτεχνικά τσακίσματα, μεταδίδοντας την ψυχή της Ανατολής. Έχοντας ηχογραφήσει τραγούδια σχεδόν σε όλες τις φωνογραφικές εταιρείες, η Μαρίκα ήταν από τις γυναίκες που είχαν τη σιγουριά του «κατακτητή» και την ασφάλεια των υλικών αγαθών. Επαρχιώτες έφθαναν στην Αθήνα για να την ακούσουν, τόσο η παρουσία της όσο και η συμβολή της στη διαμόρφωση του ρεμπέτικου δεν έχουν ακόμη αποτελέσει αντικείμενο ιστορικής έρευνας.
Λωποδύτες και άεργοι στην καθαριότητα σε περίοδο οικονομικής κρίσης!
Το καλοκαίρι 1893, σε περίοδο μεγάλης οικονομικής κρίσης, λίγο πριν ακουστεί το αποδιδόμενο στον Χαρίλαο Τρικούπη «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» και λόγω των κρουσμάτων χολέρας που είχαν εμφανιστεί στα Μικρασιατικά παράλια το κράτος αποφάσιζε να παρέμβει στα ζητήματα καθαριότητας των Αθηνών. Η ελληνική πρωτεύουσα παρουσίαζε απαράδεκτη κατάσταση από πλευράς καθαριότητος, λόγω της οικονομικής αδυναμίας του Δήμου Αθηναίων να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Οπότε, τα έντονα παράπονα και το πλήθος των δημοσιευμάτων ανάγκασαν την Κυβέρνηση να λάβει μέτρα και να αναθέσει την καθαριότητα της πόλης στην Αστυνομία!
Χρησιμοποιώντας έναν νόμο της εποχής του Όθωνα που προέβλεπε την αναγκαστική εργασία των δημοτών σε έργα κοινής ωφέλειας, η Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών έβαλε σε ενέργεια ένα… διαβολικό σχέδιο. Για να καθαρίσει την πόλη χρησιμοποίησε τους δεκάδες άεργους αλλά και τους λωποδύτες που σύχναζαν στα ύποπτα στέκια. Έκανε μάλιστα και διάκριση, αφού οι άεργοι, οι οποίοι εμφανίζονταν συχνά πυκνά ζητώντας εργασία, θα πληρώνονταν για τις υπηρεσίες τους, ενώ οι λωποδύτες δεν θα πληρώνονταν μέχρι η εργασία τους να ισοψηφήσει με τις κλοπές και λωποδυσίες που έκαναν!
Η Αστυνομία έσπευσε να πραγματοποιήσει «επιχείρηση-σκούπα» συλλαμβάνοντας δεκάδες «υπόπτους δια την δημοσίαν ασφάλειαν» και οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν «δια την καθαριότητα της πόλεως». Το πρόγραμμα βρήκε σύμφωνους τους πολίτες αλλά και τον Δήμο Αθηναίων. Το δημοτικό συμβούλιο έσπευσε να ψηφίσει κονδύλι για να ενοικιάσει κάρα με βυτία διαλυμένου ασβέστη. Και μετά από πρόταση του δημοτικού συμβούλου Ευστάθιου Χοϊδά, όλοι οι δημοτικοί σύμβουλοι συμμετείχαν επισήμως στην εκστρατεία καθαριότητας λειτουργώντας ως «επόπτες» και ελέγχοντας όχι μόνον τους δημόσιους αλλά και τους ιδιωτικούς χώρους, συμπεριλαμβανομένων και των αυλών και των αποχωρητηρίων των σπιτιών. Η χολέρα τότε έπληξε μόνον νησιά, ενώ η Αθήνα σε είκοσι ημέρες έλαμπε από καθαριότητα!
Οι εξοχές των Αθηνών πριν από περίπου έναν αιώνα
Γυρνώντας πίσω περίπου έναν αιώνα ας προσπαθήσουμε να περιηγηθούμε στις εξοχές των Αθηνών, έχοντας ως οδηγό μας τον πολυγραφέστατο δημοσιογράφο, φιλόλογο και πολιτικό Θεόδωρο Βελλιανίτη (1863-1935). Είναι η εποχή που όλοι αντιλαμβάνονται την αξία της εξοχής και του καθαρού αέρα και διεκδικούν το δικαίωμα στη θερινή ραστώνη. Είναι επίσης η εποχή κατάθεσης σημαντικών προβληματισμών και προτάσεων για την καλύτερη αξιοποίηση της Αττικής γης, όπως βέβαια θεωρούσαν τότε την αξιοποίηση. Δεν ήταν πολλοί εξάλλου εκείνοι που μπορούσαν να απολαύσουν τα αγαθά της εξοχής στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα.
Κηφισιά – Μαρούσι
Αλλά και εκείνοι που τα… κουτσοκατάφερναν είχαν αρχίσει να τα βρίσκουν σκούρα. Στην Κηφισιά, έναν από τους κυριότερους εξοχικούς τόπους, οι επαύλεις ήταν ιδιόκτητες και τις κατείχαν φυσικά οι ιδιοκτήτες τους. Όσες δε ενοικιάζονταν τα ύψη των ενοικίων ήταν δυσθεώρητα. Τα ξενοδοχεία είχαν ελάχιστα δωμάτια. Το Μαρούσι, όπου επίσης το κλίμα ευνοούσε τη θερινή διαμονή παρέμενε αναξιοποίητο, με ελάχιστα οικήματα προς ενοικίαση και αυτά είχαν τη μορφή αγροικιών.
Αλλά και αυτές οι αγροικίες σπάνιζαν και αποτελούσαν αντικείμενο ερίδων και πλειοδοσίας μεταξύ των ενδιαφερομένων, οι οποίοι έπρεπε να έχουν φροντίσει από την αρχή του χειμώνα για να εξασφαλίζουν μια κάμαρα για το καλοκαίρι. Όσο για τις τιμές αύξαναν όσο αύξανε και η ζήτηση. Οπότε, από τους περίπου 250.000 κατοίκους του άστεως ζήτημα είναι αν κατόρθωναν τρεις μέχρι πέντε χιλιάδες οικογένειες να βρουν μέρος για να κάνουν την εξοχή ή το θέρετρό τους, όπως καθιέρωσαν να την λένε οι Κωνσταντινουπολίτες.
Πεντέλη – Πάρνηθα
Ανεκμετάλλευτα παρέμεναν τα πανέμορφα βουνά της Αττικής, η Πεντέλη και η Πάρνηθα. Τότε ο Τύπος ζητούσε να κατευθυνθούν προς τα εκεί οι προσπάθειες για δημιουργία εξοχικών τόπων σε ελβετικά πρότυπα. Δηλαδή ζητούσαν να κατασκευαστούν εκεί εξοχικά ξενοδοχεία, μικρές επαύλεις και οικοτροφεία, να δημιουργηθεί δίκτυο σιδηροδρόμων και συνοικισμοί ώστε να βρίσκουν δροσερά καταφύγια οι κάτοικοι της πρωτεύουσας. Επίσης, ζητούσαν εκεί να γίνουν σχολεία ώστε οι μαθητές να ζουν «μακράν πάσης φροντίδος πληρούντες τους πνεύμονες αυτών αμολύντου αέρος, μέσα εις τα δένδρα, την αιωνίαν ταύτην πηγήν του οξυγόνου». Συζητιόταν ακόμη η πρωτοβουλία του Χαρίλαου Τρικούπη (1886) να παραχωρήσει σε ιδιωτική εταιρεία το δικαίωμα διάνοιξης δρόμου στη δασόφυτη Πεντέλη. Η πρωτοβουλία εκείνη δεν είχε συνέχεια, αφού οι κεφαλαιούχοι φοβήθηκαν πως θα χάσουν τα χρήματά τους.
«Τι τα θέλεις αφού βρισκόμαστε σε έναν τόπο όπου ο οίνος λέγεται κρασί, η κλίνη κρεβάτι και ο δρόμος σκέλα», έγραφε ο Βελλιανίτης το 1913 καταδικάζοντας το γεγονός ότι υπήρχαν δεξαμενές αλλά όχι ύδατα, άμαξες αλλά όχι δρόμοι, θέατρο χωρίς θιάσους, φρούρια χωρίς κανόνια ή κανόνια χωρίς πυρίτιδα και υπάλληλοι χωρίς θέσεις! Τα ίδια ίσχυαν και για τους παραθαλάσσιους προορισμούς, οι οποίοι είχαν αρχίσει να γίνονται ελκυστικοί και στα λαϊκά στρώματα. Αλλά τα τελευταία δεν είχαν τη δυνατότητα για διακοπές, οι οποίες στοίχιζαν περισσότερο από το Παρίσι! Σύμφωνα με τιμές που δημοσίευσε ο Βελλιανίτης, μια οικογένεια για να κάνει την εξοχή της στο Ακταίο του Φαλήρου ήθελε 400 φράγκα περισσότερο απ’ όσο θα κόστιζε η διαμονή της στο Fontainebleau του Παρισιού! Έτσι, ο περισσότερος κόσμος λόγω οικονομικής αδυναμίας αναγκαζόταν να παραμείνει στα σπίτια του διαδραματίζοντας τα πρόσωπα των τριών παίδων εν καμίνω της Αγίας Γραφής!
Φάληρα
Επιστρέφουμε, γυρνώντας προς την κατεύθυνση της θάλασσας. Φθάνουμε στο Φάληρο, του οποίου ένα μεγάλο τμήμα ήταν ήδη στη διάθεση των εύπορων αστών που είχαν τη δυνατότητα να διαθέτουν και εκεί τις θερινές κατοικίες τους. Εξάλλου, το γεγονός ότι τόσο η βασίλισσα Αμαλία όσο αργότερα και η βασιλική οικογένεια του Γεωργίου Α’ προτιμούσαν το Φάληρο για τα μπάνια τους έδινε στην περιοχή και την ανάλογη αστική αίγλη.
Το Φάληρο αποτελούσε μια αληθινά θαυμάσια παραλία, η οποία από τη ρίζα της Καστέλας μέχρι τις άκρες του Παλαιού Φαλήρου φαινόταν ότι είχε τις καλύτερες προοπτικές. Αλλά ένα άλλο τμήμα του, επίσης όμορφο, είχε ήδη σχεδόν ακυρωθεί από την περίφημη Σούδα, μέσω της οποίας έφθαναν τα λύματα της πόλης στη θάλασσα! Οι περίφημοι διαλείποντες πυρετοί μάστιζαν όσους μετέβαιναν εκεί για να εισπνεύσουν την θαλάσσια αύρα. Τουλάχιστον γεννιόταν –εκείνη την εποχή– από την Σοφία Σλήμαν το «κίνημα» των παιδικών εξοχών, με τη δημιουργία του πρώτου πυρήνα στην Βουλιαγμένη. Εκεί τα παιδάκια των αποκαλούμενων «εργατικών τάξεων» περνούσαν ευχάριστες ημέρες στον καθαρό αέρα, μακριά από τη σκόνη της πόλης.
Η δική μας γενιά είναι καταδικασμένη να ψήνεται στους δρόμους των Αθηνών, ποθώντας λίγο νερό και ρουφώντας όλους τους μικροοργανισμούς που παράγει το χώμα, δυσφορούσε ο Βελλιανίτης πριν από έναν αιώνα. Προφητικός και ευφυής προέβλεπε –εν έτει 1913– ότι δεν θα αργήσει ο καιρός που η μετάβαση στο Καβούρι και το Σούνιο θα είναι απλά μια βόλτα αναψυχής και πως η Πεντέλη δεν θα είναι τόπος εξοχής αλλά κατοικίας εκείνων που θα βαρεθούν το κέντρο της πόλης!
Ο αδιάρρηκτος θεραπευτικός λουτήρας του Αναστασιάδη
Το υδρομασάζ και γενικότερα οι απολαύσεις με το νερό ήταν από τις αγαπημένες ενασχολήσεις του ανθρώπινου είδους και από την αρχαιότητα ακόμη θεωρούνταν θεραπευτικές και ότι προσέδιδαν στον άνθρωπο ενέργεια, ευεξία και δύναμη. Πολύ πριν από τον RoyJacuzzi, στα τέλη της δεκαετίας 1880, ο μεταλλουργός Ε. Ε. Αναστασιάδης, ο οποίος είχε το εργαστήριό του στην οδό Ερμού 214, είχε ανακαλύψει μία μέθοδο υδρομασάζ (φωτογραφία) που υποσχόταν θαύματα. Ονομαζόταν «αδιάρρηκτος αεροκαταθλιπτικός υδροθεραπευτικός λουτήρ» και αποτελούνταν από έναν λέβητα και μία καμπίνα μπάνιου, σχεδόν όπως αυτές που χρησιμοποιούμε στις ημέρες μας.
Ο λέβητας γέμιζε με νερό, το οποίο μετά εκσφενδονιζόταν με πίεση στο σώμα του… καταθλιπτικού και τον έκανε… περδίκι! Βεβαίως η ιδέα είχε αντιγραφεί από την Ιταλία αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Το πράγμα διαφημίστηκε καταλλήλως στον Τύπο και δεν ήταν λίγοι εκείνοι, οι οποίοι έσπευσαν να αγοράσουν το σύστημα και να απολαύσουν τις «ψυχρολουσίες» τους, ώστε να διατηρούνται σε καλή κατάσταση. Οι δουλειές πήγαν μια χαρά και ο Αναστασιάδης υπήρξε ένας από τους επιτυχημένους επιχειρηματίες φροντίζοντας μάλιστα να δημιουργήσει και την έκθεσή του επί της οδού Αδριανού 16.
«Το μόνον ασφαλές και αλάνθαστον μέσον κανονικής θεραπείας», όπως διαφημιζόταν, μπορούσε να λειτουργήσει και εντός «του κοιτώνος προφυλασσομένων των λουομένων από την επήρειαν των ατμοσφαιρικών μεταβολών». Ήταν δε τόσο εύχρηστο ώστε και ένας «οκταετής παις δύναται άνευ κόπου εντός τριών λεπτών να παρασκευάση τον λουτήρα προς χρήσιν». Και όλα πήγαιναν μια χαρά μέχρι που κάποιος κατασκεύασε αντίστοιχο «αντικαταθλιπτικό λουτήρα», ο οποίος πετούσε και ζεστό νερό. Τότε η εφεύρεση…. συκοφαντήθηκε αφού δημοσιεύτηκε πως ένας από τους χρήστες… τσουρουφλίστηκε λόγω βλάβης του λέβητα! Πάντως το εργοστάσιο του Αναστασιάδη συνέχισε την επιτυχημένη πορεία του.
Όταν ο Aθηναίος γλύπτης Α. Παναγιωτάκης αναστήλωνε τον υπέροχο Λέοντα της Αμφιπόλεως

Το γύψινο πρόπλασμα σε στέγαστρο που φτιάχτηκε επί τόπου και για τις ανάγκες της αναστήλωσης. Μπροστά με τη λευκή ποδιά ο γλύπτης Α. Παναγιωτάκης.
Δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία πως ο Λέων της Αμφιπόλεως υπήρξε ο «ακοίμητος φρουρός» του Τύμβου Καστά στην αρχαία Αμφίπολη που αποκαλύπτεται, μέρα τη μέρα, από τη σκαπάνη των αρχαιολόγων. Αρτιμελής και υπερήφανος, ο Λέων παρακολουθεί τις εργασίες. Εάν μπορούσε να μας απευθύνει τον λόγο, θα μας περιέγραφε την τιτάνια προσπάθεια που καταβαλλόταν, πριν από μία 75ετία περίπου, για τη δική του αναστήλωση. Διότι, όπως γράψαμε, σημαντικές προσωπικότητες εργάστηκαν για να εξασφαλίσουν τα μέσα, αλλά την αναστήλωση ανέλαβε ένας και μόνον άνθρωπος, ο Αθηναίος γλύπτης και τότε διευθυντής του Γλυπτικού Εργαστηρίου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Ανδρέας Ν. Παναγιωτάκης (1883-1957).
Η αναστήλωση του γιγαντιαίου μνημείου υπήρξε επίτευγμα για την εποχή που πραγματοποιήθηκε. Ο υποδιευθυντής της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής Oscar Broneer (1894-1992) που ανέλαβε την ευθύνη, βρήκε τον καλύτερο σύμμαχο στο πρόσωπο του γλύπτη Ανδρ. Παναγιωτάκη. Τον Αύγουστο 1936, αφού επισκέφθηκε την Αμφίπολη και απέρριψε την πρόταση να δημιουργηθεί μια μακέτα δύο έως δυόμισι μέτρα, ο καλλιτέχνης άρχισε να συμπληρώνει με πηλό τα κομμάτια που έλειπαν. Χρησιμοποιούσε ως βάση τα δώδεκα ογκώδη τεμάχια που διέθετε για να δημιουργήσει ένα πρόπλασμα σε φυσικό μέγεθος. Μέχρι τελευταία ώρα εντοπίζονταν τεμάχια, όπως συνέβη με τη σιαγόνα του Λέοντος, την οποία βρήκε χωρικός σε λόφο κοντά στο μνημείο. Ανέκδοτες φωτογραφίες του προπλάσματος παραδίδουμε σήμερα στη δημοσιότητα.
Στη συνέχεια, το πρόπλασμα αυτό, χρησιμοποιήθηκε ως υπόδειγμα για την ευχερέστερη αναστήλωση των μεγάλων σε όγκο και βαρύτατων μαρμάρινων τεμαχίων. Σύμφωνα με όσα δήλωνε ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, τότε διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου των Αθηνών, ο Παναγιωτάκης με «κίνδυνο της υγείας και αυτής της ζωής, εργασθείς πολλάκις υπό τας χειρίστας καιρικάς συνθήκας, συνετέλεσεν έργον τιμών τα μέγιστα την σύγχρονον Ελλάδα». Από τον Μάιο του 1937 ο Παναγιωτάκης άρχισε επί τόπου να κατασκευάζει τη βάση πάνω στην οποία έγινε η τοποθέτηση των μαρμάρινων τεμαχίων.
Χρειάστηκαν μήνες σκληρής και κοπιώδους εργασίας, επιστράτευση μηχανικών μέσων και εθελοντών και δημιουργία πρόχειρης σιδηροδρομικής γραμμής για τις μεταφορές. Όταν ανέθεταν την αναστήλωση του Λέοντος στον Ανδρ. Παναγιωτάκη, ο τελευταίος είχε να επιδείξει τριακονταετή προϋπηρεσία στις ανιδρύσεις μαρμάρινων και χάλκινων αγαλμάτων του Εθνικού Μουσείου. Γόνος προεπαναστατικής οικογένειας των Αθηνών, ο Ανδρ. Παναγιωτάκης αφιέρωσε τη ζωή του στην τέχνη του και επιμελήθηκε σπουδαιότατων ευρημάτων. Από το χάλκινο άγαλμα του Διός ή Ποσειδώνος, τον Έφηβο των Αντικυθήρων, τον Κούρο της Φοινικιάς και τον Ιππέα του Αρτεμισίου, που βρίσκονται στην Αθήνα, μέχρι τον Ερμή του Πραξιτέλους και τη Νίκη, που βρίσκονται στην Ολυμπία.
Όσο προοδεύουν οι εργασίες των αρχαιολόγων και των πάσης φύσεως επιστημονικών συνεργατών τους, ολοένα και περισσότερο αποκαλύπτεται η εμβληματική παρουσία του Λέοντος της Αμφιπόλεως, ο οποίος κοσμούσε την κορυφή του Τύμβου. Γοητευτικά σενάρια ξετυλίγονται, ιστορικά τεκμήρια ξαναδιαβάζονται και ερμηνεύονται, ποικίλες απόψεις κατατίθενται. Το ίδιο συμβαίνει τα τελευταία περίπου ογδόντα χρόνια. Από τότε που παρέδωσε ολοζώντανο στην αιωνιότητα ο Ανδρ. Παναγιωτάκης τον Λέοντα της Αμφιπόλεως, για να υπενθυμίζει, με τους σιωπηλούς βρυχηθμούς του τον τόπο των ένδοξων Μακεδόνων, τον οποίο θα λαμπρύνει ακόμη περισσότερο το μνημείο που έρχεται στο φως.
Η ωραιότερη λέξη της ελληνικής γλώσσας!

Κωστής Παλαμάς, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Κωνσταντίνος Παρθένης, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Παντελής Χορν και Σπύρος Μελάς.
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
«Ποία είναι η ωραιοτέρα λέξις της ελληνικής γλώσσης;» αναρωτιόταν ο Πέτρος Χάρης (Ιωάννης Μαρμαριάδης 1902-1998) πριν από περίπου 80 χρόνια και ξεκινούσε ένα όμορφο δημοσιογραφικό παιχνίδι, δημοσιεύοντας τις απόψεις των σπουδαιότερων λογοτεχνών, δημοσιογράφων αλλά και πολιτικών της εποχής· μιας εποχής κατά την οποία κυρίως ο κόσμος των Τεχνών και των Γραμμάτων ερωτοτροπούσε με τη γλώσσα μας, επηρεασμένος σαφώς από την εθνική πολιτική και τον αστικό εκσυγχρονισμό της σχολικής γνώσης που διαμόρφωνε τη νέα ελληνική γλώσσα.
Νομοσχέδια και γλωσσο-εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις από το 1913 και εντεύθεν, καθώς και το νεοφιλελληνικό γλωσσικό κίνημα που αναπτύχθηκε στο εξωτερικό –κυρίως στη Γαλλία με αιχμή την ίδρυση του Ινστιτούτου της Σορβόνης (1920) από τον Hubert Pernot (1870-1946)– έδιναν νέες διαστάσεις στην ευρεία κατανόηση και διάδοση του ελληνικού πνεύματος τόσο στο εσωτερικό όσο και στην Ευρώπη.
Την ώρα που το παιχνίδι αυτό παιζόταν στον Τύπο της Γαλλίας, στην Ελλάδα ο Π. Χάρης, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι στον τόπο μας ακόμη και η καθημερινή γλώσσα χώριζε τους ανθρώπους σε στρατόπεδα, καλούσε τους διανοούμενους να απαντήσουν. Έτσι, ο Κωστής Παλαμάς απάντησε ότι η ωραιότερη λέξη είναι ο «δημοτικισμός», ο Γρηγόρης Ξενόπουλος έβρισκε γοητεία στη λέξη «αισιοδοξία», ο Σπύρος Μελάς χωρίς δισταγμό έβρισκε πιο ελκυστική τη λέξη «ελευθερία» και ο στιλίστας Ζαχαρίας Παπαντωνίου εξήρε την ομορφιά της λέξης «μοναξιά». Ο ζωγράφος και καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών Ουμβέρτος Αργυρός επέλεγε τη λέξη «χάρμα» διότι, όπως υποστήριζε, δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα και στα πέντε γράμματά της κλείνει ό,τι χίλιες άλλες λέξεις μαζί.
Ο Σωτήρης Σκίπης ανέσυρε τη λέξη «απέθαντος» από τα βυζαντινά κείμενα, διαχωρίζοντάς την από τη λέξη «αθάνατος», και ο Παντελής Χορν δήλωσε παντοτινή προτίμηση στη λέξη «νειάτα». Ο αλησμόνητος Αθηναιογράφος Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους, παρά τα χρόνια του, προτιμούσε τη λέξη «ιμερτή», δηλαδή την αγαπητή, την ποθητή. Ο θεατράνθρωπος Νικόλαος Λάσκαρις τη «ζάχαρη», ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος τη λέξη «χίμαιρα», ο ζωγράφος Παύλος Μαθιόπουλος το «φως» και ο γλύπτης Μιχαήλ Τόμπρος τη λέξη «ουσία». Ο Παύλος Νιρβάνας (Πέτρος Κ. Αποστολίδης), προφανώς επηρεασμένος από τον τόπο του (Σκόπελο), αγαπούσε τη λέξη «θάλασσα». Οι ζωγράφοι αποκάλυπταν τις ευαισθησίες τους: Ο Δημήτριος Γερανιώτης ήθελε την «αρμονία», ο Κωνσταντίνος Παρθένης την «καλημέρα» και ο Δημήτριος Μπισκίνης το «όνειρο».
Ως προς τις γυναίκες που κυριαρχούσαν στην πνευματική ζωή η λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη ήθελε «πίστη», ενώ η 25χρονη ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη, η οποία έμελλε να δολοφονηθεί άδικα στα Δεκεμβριανά του 1944, δήλωνε πως «η λέξις που περικλείει τα περισσότερα πράγματα, τα πάντα θα έλεγα, είναι η λέξις «ΖΩΗ»»! Η ιατρός και συγγραφέας Άννα Κατσίγρα ήθελε «χαρά» και η καθηγήτρια του Ελληνικού Ωδείου Αύρα Θεοδωροπούλου αναζητούσε την «καλοσύνη». Ενδιαφέρουσες όμως ήταν και οι απαντήσεις των πολιτικών του 1933: Ο στρατιωτικός και Πρόεδρος της Γερουσίας Στυλιανός Γονατάς προτιμούσε το «εμπρός», ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου τη λέξη «μάννα» και ο πρόεδρος της Βουλής Θεμιστοκλής Σοφούλης τη λέξη «φιλότιμο» διότι εκφράζει έναν ολόκληρο ηθικό κόσμο και δεν υπάρχει σε άλλη γλώσσα του κόσμου. Ο αρχηγός του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδος Ιωάννης Σοφιανόπουλος πρότασσε την «ανατολή» και ο ιδρυτής του ίδιου κόμματος Αλέξανδρος Μυλωνάς τη λέξη «πόνος».
Αισιοδοξία, ελευθερία, μοναξιά, νειάτα, ιμερτή, θάλασσα, αρμονία, καλημέρα, όνειρο, πίστη και ζωή είναι λέξεις με τις οποίες πορευόταν η Ελλάδα πριν από ογδόντα χρόνια. Ατένιζε την έξοδο από την οικονομική κρίση, έπαιζε με τη ζωντανή ελληνική γλώσσα και επέτρεπε στην παγκόσμια κοινότητα να βαφτίζεται στα νάματά της.
Σμύρνη: Οι…μόρτηδες αλλά και τα Μορτάκια. Η προέλευση της λέξης, η πανώλη και ο Βαρδιάνος!
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Αναζητούν χρόνια τώρα οι γλωσσολόγοι και οι λεξικογράφοι την προέλευση της λέξης «μόρτης», η οποία στις ημέρες έφθασε να σημαίνει τον άνθρωπο του δρόμου, αυτόν που ζει με ύποπτους ή ανέντιμους τρόπους, τον μάγκα, το αλάνι. Οι περισσότεροι βλέπουν ιταλική ρίζα (συγκοπή του beccamorti = τυμβωρύχος και morto = νεκρός).
Άλλοι το mordace, δηλαδή χλευαστικός, δηκτικός, πικρόγλωσσος και άλλοι το τουρκικό morto/u, δηλαδή το κουφάρι, που είναι και πάλι δάνειο από την ιταλική. Αλλά ας αφήσουμε τους γλωσσολόγους και ας πάμε στους Σμυρνιούς ιστορικούς, που έχουν πολλά να μας αφηγηθούν για την ιστορία που κρύβεται πίσω από τους μόρτηδες. Έτσι αποκαλούσαν οι Σμυρνιοί όσους είχαν προσβληθεί από πανώλη και είχαν καταφέρει να επιβιώσουν και να περιέλθουν σε κατάσταση ανοσίας. Όπως μας πληροφορεί ο Χρήστος Σολομωνίδης, οι μόρτηδες ή μόρτες, όταν προσβαλλόταν η Σμύρνη από επιδημία πανώλης, γίνονταν οι κυρίαρχοι της πόλης. Μόνον αυτοί κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Χρησίμευαν ως φύλακες όσων προσβάλλονταν από τη φοβερή αρρώστια, δεν έπαιρναν προφυλάξεις και κοιμούνταν πλάι στους αρρώστους.
Οι μόρτηδες πήγαιναν στα σπίτια των ασθενών και τους μετέφεραν στο «λοιμοκομείο», φροντίζοντας και για την απολύμανση των δωματίων. Ο επικεφαλής τους ονομαζόταν Βαρδιάνος. Προπορευόταν του φορείου, το οποίο αποκαλούσαν σέντια, και χτυπούσε το ραβδί του στο λιθόστρωτο για να ειδοποιεί τους υγιείς να κλείνουν ερμητικά τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών τους. Όσο για τα Μορτάκια, ήταν οικήματα που ανεγέρθηκαν το 1838 σε οικόπεδο που δώρισε ο Αγγελής Χαϊκάλης και θεωρούνταν κατάλληλα για τη νοσηλεία όσων προσβάλλονταν από πανώλη. Αλλά μετά από μια επιδημία τα οικήματα εγκαταλείφθηκαν και εκεί εγκαταστάθηκαν άπορες χριστιανικές και εβραϊκές οικογένειες.
Ύστερα από μια μεγάλη πυρκαγιά, που ξέσπασε το καλοκαίρι του 1845 και κατέκαψε τη Σμύρνη, εκεί εγκαταστάθηκαν και πυρόπληκτοι. Στα τέλη περίπου του 19ου αιώνα η συνοικία Μορτάκια είχε περισσότερους από 2.500 κατοίκους. Χαρακτηριστικά της, στερήσεις, αθλιότητα και τριγύρω έλη, ενώ οι κάτοικοί τους ήταν ψαράδες, εργάτες ή μικροέμποροι που είχαν τα ρυπαρά μαγαζάκια τους μέσα στη συνοικία. Ο Εβραίος μικροέμπορος έβρισκε μια γωνιά για να εγκαταστήσει το μικρό κινητό του κατάστημα με πολύχρωμες συλλογές ψεύτικων βραχιολιών και διαφόρων μικροπραγμάτων, άλλος έβρισκε τρόπο να στήσει μια πυραμίδα με πεπόνια και να διαλαλεί την πραμάτεια του, ή σταφύλια, κρεμμύδια κ.ά. Έτσι, τα Μορτάκια, τα οποία παλιότερα ονόμαζαν και «Πρωτοδοχείον», έμειναν να θυμίζουν τον τόπο των ενδεών. Φτωχός τόπος αλλά γεμάτος ζωή και περιπέτειες.
Η αλλαγή στα κακόηχα, άκομψα και θλιβερά επώνυμα!
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Ο ασυμβίβαστος Νικόλαος Π. Θηβαίος (1902-1948), του οποίου η βιογραφία δεν κοσμεί τα λεξικά και τις εγκυκλοπαίδειές μας, υπήρξε από τους ευφυέστερους νομικούς της χώρας μας, με σπινθηροβόλο πνεύμα και ιστορικοφιλοσοφικές ανησυχίες. Είχε τη δυνατότητα να τροφοδοτεί τον περίγυρό του με γόνιμους προβληματισμούς και να προκαλεί συζητήσεις. Όπως μας πληροφορεί ο Ευάγγελος Λεμπέσης, «εις αυτόν τον ανεξάντλητον εις εμπνεύσεις και εις παντοειδή πρωτοτυπίαν επιστήμονα» οφείλεται η συγγραφή της περίφημης πραγματείας του «Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω»! Εξάλλου, στη δική του εφημερίδα, την «Εφημερίδα των Ελλήνων Νομικών», πρωτοδημοσιεύθηκε το 1941. Δεν ήταν όμως η μόνη. Με τα άρθρα του συχνά τροφοδοτούσε τις στήλες των χρονογράφων. Το ίδιο συνέβη και πριν από 70 χρόνια, καταμεσής της Κατοχής, το 1943, όταν έβαλε σε πραγματικούς μπελάδες τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Παύλο Παλαιολόγο.
Σε άρθρο του που δημοσίευσε στην εφημερίδα του, ο Ν. Θηβαίος αναρωτιόταν τι σημαίνουν τα επώνυμα. Συμπέραινε δε, μεταξύ άλλων, πως και μόνον το άκουσμα πολλών ονομάτων ανακαλούσε σε όποιους το άκουγαν κοπρώνες και μιάσματα ή προκαλούσε γέλια στα χείλη του αναγνώστη ή του ακροατή. Αυτό ήταν. «Τσίμπησε» ο Π. Παλαιολόγος και έσπευσε να γράψει το καθημερινό χρονογράφημά του υποστηρίζοντας πως διατηρούσε ένα μακρύ κατάλογο ονομάτων τόσο τολμηρών που δεν μπορούσε να τα δώσει προς δημοσίευση. Περιορίστηκε δε να αναφερθεί σε επώνυμα κακόηχα, άκομψα, θλιβερά ή αηδιαστικά, ή σε επώνυμα που έδιναν ιδιότητες που δεν είχαν οι κάτοχοί τους ή εάν τις είχαν δεν ήθελαν κάποιος να τους τις θυμίζει. Ε, έφτανε ο καημός σε όποιον λεγόταν Άσοφος, Κακίας, Καμπούρης, Κουφός, Τραυλός, Κοντομίχαλος, Αγέλαστος, Βάσανος, Κατσούφης, Μαύρος, Κλεφτογιάννης. Ήταν ανάγκη να τους το θυμίζουν;
Αυτά έγραφε ο Παλαιολόγος, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί από το γεγονός ότι είχε φύγει από τη ζωή στον Βόλο κάποιος που πέρασε τη ζωή του Λερωμένος και με την ονομαστική αυτή ακαθαρσία παραδόθηκε στην αιωνιότητα. Επίσης, ότι κάποια επίθετα όπως Τουρκοβασίλης, Φράγκος, Ολλανδέζος, Αρμένης, Αρβανίτης κ.ά. παρέπεμπαν σε τόπους καταγωγής. Ακόμη επώνυμα που διέστρεφαν την επαγγελματική ιδιότητα του φέροντος όπως ο δημοσιογράφος Βουτυράς, οι δικηγόροι Λαδάς και Τσουκαλάς, ο αλευράς που λεγόταν Τσαγγάρης και ο Τσαγγάρης που διηύθυνε το Πρακτορείο Εφημερίδων. Πιθανολογούσε δε το παράδοξο να παραμερίζεται ο κ. Νερουλός και επικεφαλής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας να μπαίνει ο Φωτιάς, αντί του Καμμένου που τον καταλάμβανε το όριο ηλικίας. Αναφερόμενος σε πραγματικά πρόσωπα των ημερών του έγραφε πως βρέθηκε Μητροπολίτης με μισή ντουζίνα παιδιά, Αρχιμανδρίτης με χαρτοπαικτικές λέσχες, Καλόγηροι με καμπαρέ, Παπάδες με τη μπλούζα χειρούργου και Διάκοι που κυβερνούσαν Εκκλησία και Πολιτεία.
Ως άκομψα κατέγραφε τα επώνυμα Καραμπατζάκογλου, Ακτσηογλούς, Καραμπαρμπούνης, Αλογογιάννης και Χατζημπερμπάντης, ενώ δεν παρέλειψε να σχολιάσει τους εργολάβους κηδειών Ζώη και Χάρο, τον δικηγόρο Ψευδό, τον τενόρο Λαπά ή τις κυρίες Γίδα, Κατρουλή, Τσίκνα κ.ά. Υπήρχαν βέβαια και τα επώνυμα που ταίριαζαν. Ο ανθοπώλης Φλεριανός, ο ζαχαροπλάστης Ζαχαράτος, ο ιδιοκτήτης Σχολής Στενογραφίας Μελέτης και Ξένων Γλωσσών Δασκαλάκης, ο πουκαμισάς Κολλάρος, ο δικηγόρος Δικαίος, ο αρωματοπώλης Ανθομελίδης, ο Γλυφαδιώτης φούρναρης Φουρναράκης , ο οινοπώλης Ξυδιάς, ο κουρέας Κτενάς και ο ράφτης Τσόχας. Ακόμη ο εστιάτορας Φασούλης, ο υποδηματοποιός Παπουτσής, ο ελαιοπώλης Λιόφαγος, ο ράφτης Καλοφορίδης και ο συμβολαιογράφος Δικαιοφύλαξ.
Τέλος, ο Παλαιολόγος συντασσόταν εμμέσως με την άποψη Θηβαίου πως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες είχε επιβληθεί «νομοθετικώς εις τους πολίτας η αλλαγή ονομάτων μεμιασμένων, γελοίων ή εν προφανεί δυσαρμονίαν προς την ανθρωπίνην αξιοπρέπειαν». Τι το ήθελε να ασχοληθεί με τα επώνυμα ο Παλαιολόγος. Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Οι αντιδράσεις ήταν σφοδρές και οι επιστολές που έλαβε ακόμη περισσότερες. «Από την αποφράδα εκείνη ημέρα βαρέθηκα να ανοίγω επιστολές» εξεμολογήθηκε ο έμπειρος δημοσιογράφος, προσθέτοντας ότι «του Έλληνος ο τράχηλος αστεία δεν υπομένει». Οργισμένος ο Καραμπατζάκογλου του έγραψε πως μέχρι ύστατης πνοής θα επιμείνει να φέρει το τιμημένο επώνυμό του που θύμιζε την αλησμόνητη Ασία, ενώ μέχρι τη στερνή του άχνα επέμενε ότι θα φέρει το επώνυμό του και ο λόγιος Τενεκές. Βέβαια, υπήρξαν και εκείνοι που είδαν το θέμα με ψυχραιμία και χιούμορ. Στους πρώτους ανήκε ο φιλόλογος Μιχαήλ Μιχαηλίδης Νουάρος, ο οποίος ανέλυσε την προέλευση των ελληνικών επωνύμων. Ανάμεσα στους δεύτερους ήταν και ένας υπάλληλος τραπέζης που έλαβε φορτωτική στα ονόματα Μπρίκα και Καφφέ και αναζητούσε το καμινέτο του.
Πορείες και αργόμισθοι στα χρόνια του Θεόδωρου Δηλιγιάννη

Σατιρική απεικόνιση της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί με τους φόρους που επέβαλε ο Χαρ. Τρικούπης στη ράχη του ελληνικού λαού.
του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
«Προσμέναμε οι μαύροι με ανοιχτό το στόμα
στα πράγματα να έλθη και το δικό μας κόμμα,
να πάρωμ’ επί τέλους και μεις καμμιά μερίδα,
να ζήσωμε για λίγο καιρό απ’ την Πατρίδα»!
Γεώργιος Σουρής
Στα τέλη του 1884 ένα σύνθημα ακουγόταν απ’ άκρου εις άκρον σε όλη τη χώρα: «Κάτω οι Φόροι». Ήταν σύνθημα που καλλιεργούσε έντεχνα το κόμμα του Θ.Δηλιγιάννη, το οποίο εκμεταλλευόταν τη δυσφορία του λαού για τους φόρους που είχε επιβάλει ο Χ. Τρικούπης. Η τακτική αυτή απέδωσε και έτσι, στις εκλογές του Απριλίου 1885, ο Δηλιγιάννης θριάμβευσε. Αλλά η πρώτη πρωθυπουργία του δεν δικαίωσε τις προσδοκίες του ελληνικού λαού. Αντιθέτως, ο Γ. Γέροντας έγραψε, πως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως λαίλαπα που σάρωσε όσα είχαν επιτευχθεί μέχρι τότε. Ο Δηλιγιάννης εξάλλου είναι γνωστό ότι, όταν ρωτήθηκε ποιο ήταν το πρόγραμμά του, απάντησε ότι θα εφαρμόσει τα ακριβώς αντίθετα από εκείνα που είχε κάνει ο Τρικούπης!
Διαδηλώσεις
Ωστόσο, όπως και άλλοτε γράψαμε, ήταν η εποχή όπου άκμαζαν οι διαδηλώσεις και συχνά χυνόταν ανθρώπινο αίμα στους δρόμους της Αθήνας. Το γεγονός σχολίαζε και ο Σουρής στον «Ρωμηό» του δίνοντάς μας και πολύτιμες πληροφορίες. Περιγράφοντας μία από εκείνες τις διαδηλώσεις, βάζει τον Φασουλή του να λέει: «Κινήσαμε απ’ τη Βουλή περίπου την εννάτην / κι εφθάσαμε στο σπίτι του περίπου την δεκάτην! / Στο δρόμο που πηγαίναμε αρχίνισε το ξύλο / έφαγα κάμποσες κι εγώ απ’ άγνωστό μου φίλο».
Δηλαδή εκείνη η διαδήλωση χρειάστηκε μία ώρα για να διανύσει απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου, από τη Βουλή έως την οδό Ζήνωνος, όπου βρισκόταν το σπίτι του Δηλιγιάννη. Γενικότερα, όσα συνέβησαν εκείνη την περίοδο μοιάζουν με φάρσα. Ελαττώθηκε ο φόρος καταναλώσεως οίνου και καπνού, καταργήθηκε το μονοπώλιο του τσιγαρόχαρτου και των σπίρτων, αλλά το έλλειμμα του Προϋπολογισμού όλο και μεγάλωνε, οπότε συζητιόταν ακόμη και η κατάργηση όλων των Πρεσβειών.
Οι κομματικοί φίλοι
Και σαν να μην έφταναν τα προβλήματα αυτά που επιβάρυναν δραματικά την οικονομική κατάσταση της χώρας, η άνοδος του Δηλιγιάννη στην εξουσία αναστάτωσε και τις δημόσιες υπηρεσίες. Οι κομματικοί φίλοι του περίμεναν τον διορισμό τους –δεν υπήρχε ακόμη η μονιμότητα στο Δημόσιο– αλλά δεν ήταν δυνατόν να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Αναλαμβάνει ο Σουρής: «Προσμέναμε οι μαύροι με ανοιχτό το στόμα / στα πράγματα να έλθη και το δικό μας κόμμα, / να πάρωμ’ επί τέλους και μεις καμμιά μερίδα, / να ζήσωμε για λίγο καιρό απ’ την Πατρίδα. / Κι’ είδαμε τέλος πάντων ψηλά τον Δηλιγιάννη, / Αλλ’ έναν έως τώρα διορισμόν δεν κάνει…»! Αδυνατώντας ωστόσο ο Δηλιγιάννης να ικανοποιήσει τις μεγάλες μάζες των κομματικών του φίλων, αναγκάστηκε να επικαλεστεί τον νόμο που είχε δημοσιεύσει ο Τρικούπης για τα προσόντα των δημοσίων υπαλλήλων.
Πιεζόμενος ο Δηλιγιάννης από παντού, αναγκάστηκε να καταργήσει τον νόμο περί προσόντων των δημοσίων υπαλλήλων. Έτσι κατακλύστηκε ο κρατικός μηχανισμός με στρατιές αργόμισθων και ανίκανων δημοσίων υπαλλήλων, αφού προηγουμένως οι υπηρεσίες απογυμνώθηκαν από τα παλαιά στελέχη που είχαν διοριστεί επί Τρικούπη. Τα αποτελέσματα γνώρισε η Ελλάδα λίγα χρόνια μετά, με την περίφημη πλέον πτώχευση του 1893.
Οι άγνωστες ηρωίδες που θυσιάστηκαν για την ελευθερία!
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η 60χρονη μάνα Λουκία Τοπάλη και η 38χρονη κόρη της Σοφία Τοπάλη κρεμασμένες στο ίδιο δένδρο. Η 40χρονη Καλλιόπη Μαράτου-Χρήστου από το Αργοστόλι δολοφονημένη στο 3ο χιλιόμετρο του δρόμου από τη Θεσσαλονίκη προς το Κιλκίς. Η 16χρονη Άννα Θωμάκου Παυλάκου πυροβολήθηκε από τους ναζί και έπεσε σε πηγάδι για να σωθεί και να εκτελεστεί λίγους μήνες αργότερα στο Χαϊδάρι. Η Μαργαρίτα Δημοπούλου και η 22χρονη Καίτη Βαΐδου εκτελέσθηκαν επίσης στο Χαϊδάρι. Η 18χρονη Ήβη Αθανασιάδου δολοφονήθηκε την ώρα που έγραφε συνθήματα στους τοίχους. Η 25χρονη Αλίκη Χεμίκογλου έπεσε χτυπημένη από τα μανιασμένα φλογοβόλα των Γερμανών. Η 31χρονη Αγγελική Ρογκάκου εκτελέσθηκε μαζί με 21 συναγωνιστές της. Μα είναι μακρύς ο κατάλογος των ηρωίδων που παραμένουν «άγνωστες» και περιμένουν να στηθεί το «Ηρώο της Ελληνίδας» που τους υποσχέθηκε η ελληνική Πολιτεία. Δεν καταγράφεται στα διεθνή χρονικά της Αντίστασης ανάλογη περίπτωση και δεν ανιχνεύονται στη διεθνή βιβλιογραφία τα στοιχεία ηρωισμού με τα οποία τροφοδότησαν την Ιστορία οι Ελληνίδες, όπου κι αν βρέθηκαν. Έπιασαν το νήμα από εκεί που το είχαν αφήσει η Μπουμπουλίνα και η Τζαβέλαινα και το έσυραν μέχρι την ημέρα της Απελευθέρωσης, αφήνοντας πίσω τους τα ίχνη της ελληνικής ψυχής.
Μάνα και κόρη
στο ίδιο δέντρο!
Εκατοντάδες ρίχτηκαν στις φυλακές, βασανίστηκαν και υπέφεραν. Δεκάδες έμειναν ανάπηρες, περισσότερες μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και χιλιάδες ήταν εκείνες οι οποίες στήριξαν τις αντιστασιακές οργανώσεις. Οι περισσότερες μετά τον πόλεμο επέστρεψαν στην καθημερινότητα και τις οικογένειές τους χωρίς να αναζητήσουν δάφνες. Και έμειναν οι ιστορικοί, Ελληνες και ξένοι, να αναρωτιούνται τι μπορεί να έκρυβε στην ψυχή της η καταγόμενη από τα Κρώρα Θηβών, 22χρονη, Καίτη Βαϊδου όταν στεκόταν μπροστά στους Γερμανούς στρατοδίκες που την καταδίκασαν σε θάνατο ή όταν την εκτελούσαν τον Αύγουστο του 1944. Ήξερε τόσα πολλά και όμως δεν μίλησε. Δεν μαρτύρησε. Έστησε το κορμί της για να της πάρουν τη ζωή οι άνανδροι. Τι αισθανόταν η Ζαν ντ’ Αρκ της Γαλλικής Αντίστασης, όπως αποκαλούσε ο Τύπος την Ελένη Βαλλιάνου (1909-1944); Γόνος πλούσιας ελληνικής οικογένειας, θυσίασε τη ζωή της για να συλληφθεί από την Γκεστάπο και να εκτελεσθεί. Ηρωίδα της Γαλλίας, ένας δρόμος στις Κάννες φέρει το όνομά της (rue Hélène Vagliano).
Προφανώς αισθανόταν το ίδιο και η Ολλανδέζα Lucie van Schelle, σύζυγος του Παναγιώτη Τοπάλη, γνωστή ως Λουκία στα Λεχώνια Βόλου, όπου είχαν εγκατασταθεί σε ένα απέραντο κτήμα. Ο άντρας της είχε φύγει από τη ζωή πριν από τον πόλεμο και εκείνη έμεινε με την κόρη της Σοφία (γεν. 1906). Στα χρόνια της Κατοχής μετέβαλαν το σπίτι τους σε καταφύγιο μαχητών του εθνικού αγώνα. Γνωρίζοντας ξένες γλώσσες, έγραφαν στον Τύπο της Αντίστασης και σε εφημερίδες του εξωτερικού, διέθεταν χρηματικά ποσά, οργάνωναν συσσίτια και παντοιοτρόπως βοηθούσαν όσους πολεμούσαν τον κατακτητή. Κάτω από περίεργες συνθήκες συνελήφθησαν από τους γκεσταπίτες και υπέφεραν αφάνταστα μαρτύρια για να ομολογήσουν. «Έπραξα το καθήκον μου» είπε η Σοφία λίγο πριν την κρεμάσουν στο ίδιο δένδρο με τη μάνα της και μία ακόμη Ελληνίδα, τη Φιλίτσα Καλαβρού, 40 ετών. Τρεις όμορφες και γενναίες ψυχές άφησαν την τελευταία τους πνοή σε ένα δένδρο. Ακολούθησε πλιάτσικο από τους Γερμανούς και τους ελάχιστους Έλληνες προδότες συνεργάτες τους. Συλλογές έργων τέχνης, αμέτρητα ασημικά και πορσελάνες, κοσμήματα, πολύτιμες πέτρες και χιλιάδες λίρες ήταν τα αργύρια της προδοσίας τους.
Η «τυχερή» ράφτρα
και η κόρη του γιατρού
Αλλά και η φτωχή ράφτρα Νίκη Χωμενίδου στην Αθήνα είχε μετατρέψει το σπίτι της στην οδό Ρόδου σε μόνιμο καταφύγιο Βρετανών. Ανήκε στην ομάδα της Λέλας Καραγιάννη, έδρασε με ευφυΐα και δυναμισμό και οι περιπέτειές της ξεκίνησαν από το 1941. Μπαινόβγαινε στις φυλακές, αλλά συνέχισε τη δράση της μέχρι που στάλθηκε ως επικίνδυνη στις ιταλικές φυλακές Trani. Κατόρθωσε, ωστόσο, να επιζήσει και πολλά χρόνια αργότερα να τιμηθεί από τη βρετανική κυβέρνηση. Δεν κατόρθωσε, όμως, να γλιτώσει η γεννημένη στο Παρίσι εθνομάρτυρας Αλίκη Χεμίκογλου, κόρη του γνωστού στην αθηναϊκή κοινωνία, γιατρού Γ. Χεμίκογλου. Ο πόλεμος τη βρήκε στην Αθήνα, φόρεσε τη στολή της νοσοκόμας και βρέθηκε στο μέτωπο. Όταν έβγαλε τη στολή της νοσοκόμας μπήκε στην Αντίσταση. Σημείωσε μεγάλες επιτυχίες στον τομέα της κατασκοπείας, αλλά οι Γερμανοί βρέθηκαν στα ίχνη της λίγο πριν φύγει για τη Μέση Ανατολή. Πρωτάκουστα μαρτύρια στις εγκαταστάσεις των S.S. (Μέρλιν 6). Της ξερίζωσαν τα μαλλιά, τη στεφάνωσαν με σίδερο που έσφιγγε, τη μαστίγωσαν και διοχέτευσαν ηλεκτρικό ρεύμα στα ευαίσθητα σημεία του σώματός της. Κι όμως, σακατεμένη την πήγαν να «ψυχαγωγήσει» Γερμανούς στρατιώτες, απ’ όπου και απέδρασε. Βρίσκει καταφύγιο στο χωριό Χρυσό της Άμφισσας, σε ένα χαμόσπιτο όπου προσπαθούσε να περάσει τη νύχτα. Εκεί την εντόπισαν και την έκαψαν με φλογοβόλα οι Γερμανοί, τον χειμώνα 1943.
Ωραίος θάνατος!
Την τύχη της Χεμίκογλου ακολούθησε και η καταγόμενη από την Αμαλιάδα Ηλείας και γεννημένη το 1912, ηρωίδα, Ακριβή Νικολετοπούλου. Εργάστηκε στην παρανομία, βοήθησε στην έκδοση εφημερίδας, εισήλθε στη μυστική υπηρεσία των Άγγλων και μεθόδευσε την εγκατάσταση πομπού στα Ζαρουχλαίικα. Όταν άρχισε να κινεί υποψίες, ήρθε στην Αθήνα και έδρασε με το ψευδώνυμο Έφη. Συνελήφθη στο Ξενοδοχείο των Ξένων (οδός Αιόλου), υπέστη φριχτά βασανιστήρια, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1944. Στο τελευταίο γράμμα προς τους γονείς της έγραφε: «Είμαι ευχαριστημένη γιατί πεθαίνω σαν Ελληνίδα. Ο ωραιότερος και τιμιώτερος θάνατος»! Έναν όμορφο θάνατο για την πατρίδα ήθελαν οι Ελληνίδες που περιμένουν να γραφτεί η ιστορία τους και να ανεγερθεί το «ηρώο» τους.
Η «ασθένεια» των λευκών τριχών και η «θαυματουργή» πιγμεντίνη
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Πριν από εκατό χρόνια τα πάντα γύρω από το βάψιμο των μαλλιών και των μουστακιών κινδύνευαν να ανατραπούν και ο περίφημος Μποτσαράκος με την «καραμπογιά» του να χάσει την αίγλη του. Εξάλλου, η Πολιτεία παρενέβαινε και με εγκυκλίους της προσπαθούσε να εξορθολογήσει τη λειτουργία των κουρείων. Πλέον ο κουρέας και οι τυχόν υπάλληλοι έπρεπε να φορούν υποχρεωτικά άσπρες μπλούζες, οι οποίες -όπως τονιζόταν- έπρεπε να είναι επιδεκτικές στο πλύσιμο! Επίσης, «ο κουρεύς και εν γένει πας υπάλληλος κουρείου οφείλει να έχη τας χείρας του τελείως καθαράς και τους όνυχας βαθέως κεκομμένους» και έπρεπε απαραιτήτως πριν ξεκινήσει την περιποίηση του πελάτη να πλύνει τα χέρια του «διά μετουσιωμένου οινοπνεύματος ή κολώνιας, ή δι’ ύδατος αφθόνου και σάπωνος». Όσο για το βάψιμο των μαλλιών, μία υγειονομική διάταξη προσπαθούσε να τερματίσει τη χρήση της περίφημης μαντέκας και των μουστακοδετών! «Απαγορεύεται απολύτως η χρησιμοποίησις μαντέκας διά την στίλβωσιν του μύστακος πελατών ως και η χρησιμοποίησις μουστακωδετών», ανέφερε η εγκύκλιος. Εν πάση περιπτώσει, αν χρησιμοποιούνταν μεταλλικός «μουστακοδέτης», έπρεπε να απολυμαίνεται με οινόπνευμα ή να απολυμαίνεται με φλόγα. Όσο για τις πετσέτες για το σκούπισμα των προσώπων και των χεριών μετά το ξύρισμα και το μανικιούρ, έπρεπε να χρησιμοποιούνται για έναν και μόνον πελάτη.
Αλλά το γεγονός που συντάραζε την Αθήνα του 1913 ήταν η νέα ανακάλυψη που άκουγε στο όνομα ΠΙΓΜΕΝΤΙΝΗ. Ήταν η εποχή κατά την οποία, πέραν της σύνδεσης του ασπρίσματος των μαλλιών με τα γηρατειά, θεωρείτο πλέον ότι επρόκειτο για ασθένεια. Οφειλόταν δε στην παρουσία στην τρίχα «κακοποιών μικροβίων», των «πιγμεντοφάγων», που κατέστρεφαν το χρώμα των τριχών. Έτσι ανακαλύφθηκε η «πιγμεντίνη», που φόνευε τους κακούς «πιγμεντοφάγους» και λειτουργούσε με αποτελεσματικότητα στα μαλλιά και τα γένια παρέχοντας φυσικό χρώμα στις τρίχες. «Ας ελπίσωμεν ότι κατόπιν τούτων θα παύσωμεν μετ’ ολίγον καιρόν να βλέπομεν λευκοπώγωνα γεροντίδια και ότι αι λευκαί τρίχες εις το εξής θα θεωρούνται ασθένεια», έγραφε ο Γεώργιος Πωπ ξεσηκώνοντας τα πλήθη.
Ακολούθησαν βαθυστόχαστες αναλύσεις επί αναλύσεων και οι πρωτοσέλιδες αναφορές έδιναν κι έπαιρναν. Δεν έλειψαν και οι κοινωνιολογικές αναλύσεις που ανέφεραν ότι ο άνθρωπος λευκαινόταν νωρίτερα και νεότερος από άλλοτε, διότι άρχιζε την πάλη της ζωής από την εφηβική ηλικία, οπότε τον γερνούσαν πρόωρα και του άσπριζαν τα μαλλιά οι μέριμνες για την απόκτηση περιουσίας. Όταν ο άνδρας έχοντας λίγα άσπρα μαλλιά αλλά σφριγηλός και πεπειραμένος αναζητούσε εργασία, «του την αρνείται πας τις ασπλάχνως». Όσο για τις γυναίκες, «η εμφάνισις των πρώτων λευκών τριχών εις την κόμην των δηλητηριάζει την ζωήν των και προ παντός εις τας ωραιοτέρας αίτινες βλέπουσι χανόμενα τα θέλγητρα και καταρρέουσαν την ωραιότητά των»! Οπότε η «πιγμεντίνη» θα αναλάμβανε να αποκαταστήσει τα πράγματα. Ουσιαστικά επρόκειτο για φυσική χρωστική ουσία (pigment = χρωστική), αλλά η υπόθεση των «πιγμεντοφάγων» προβλημάτισε πολλούς. Ορισμένοι πρότειναν το ξύρισμα των μαλλιών, ώστε να καταστρέφονται τα φθονερά και αόρατα μικρόβια που έτρωγαν τη νιότη, αλλά υπήρχαν και εκείνοι που χρησιμοποίησαν διάφορα μικροβιοκτόνα προκαλώντας σοβαρές βλάβες στο τριχωτό της κεφαλής τους.
Μπορεί οι σχετικές διαφημιστικές καταχωρίσεις να επικαλούνταν ανακοινώσεις που είχαν γίνει στη Γαλλική Ακαδημία των Επιστημών από τον «ιατρό Κατέρς Γκλάσκου, έναν των περιφημότερων σοφών του Ινστιτούτου Παστέρ», αλλά στην Αθήνα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το ενδιαφέρον εστιάστηκε στα αόρατα ζουζούνια που υποτίθεται ότι λεύκαιναν τις τρίχες και η παρέμβαση των υγειονομικών Αρχών φαίνεται πως απέτρεψε την κυκλοφορία του προϊόντος πριν γίνουν κασίδηδες οι μισοί Αθηναίοι.